до самого неба

θυμάμαι πως κάποτε είχα δει ενα όνειρο το οποίο έχω την εντύπωση πως αναφερόταν στην ηλικία όπου θα ήμουν μεγάλος (παππούς) - το μόνο που συγκράτησα ώστε να μπορώ να το αναφέρω, είναι πως ήταν ενα κεκλειμένο επίπεδο, με δέντρα, όπως ενα πάρκο, μέσα σε μια πόλη - υπήρχε μια αίσθηση εκλεπτισμένου - σαν να ήταν εποχή 1920-30, και περπατούσαν πολλοί άνθρωποι στο πάρκο αυτό, μαζί τους και εγώ, και νομίζω πως σαν να ψάχναμε κάτι. πλέον αυτό το όνειρο το έχω ντύσει με τον μανδύα όχι πολύ διαφορετικό απο την αίσθηση που είχα διαβάζοντας το "a hard boiled egg or the end of the universe" του haruki murakami. χθες υπήρχε ενας κύριος στην είσοδο που καθόταν και διάβαζε παραδειγματικά ένα βιβλιο, το κρατούσε με εναν τρόπο που όπως τον πλησίαζες, νόμιζες πως αντί για κεφάλι έχει το βιβλιο, και το βιβλιο, ω θαύμα, έγραφε στο εξώφυλλο : "αναζητώντας τον χαμένο χρόνο" ενα βιβλιο με τόσο θαυμάσιο τίτλο, που ούτε να το ξεκινήσω δεν μπορούσα καλά καλά. νομίζω πολλοί άνθρωποι θα μπορούσαμε να γράψουμε απο ενα δικο μας βιβλίο με παρόμοιο τίτλο (διαφορετικό όμως περιεχόμενο, χα!)
...
νομίζω πολλοί άνθρωποι μπορούμε να διηγηθούμε ο ενας στον άλλον ιστορίες για το πως προσπαθήσαμε, μα δεν μπορέσαμε να διαβάσουμε τον Προύστ, τον Τζόις, τον Τολστόϊ και άλλους πολλούς. προσπαθώ με τα γράμματα ετούτα εδώ που εμφανίζονται καθώς γράφω σχεδόν (μα όχι σχεδόν!) απερίσκεπτα να υποκαταστήσω την μέθη και το ξέγνοιασμα. όπως στα πολλά μπλοκάκια που έχω κρατήσει σε αυτά τα ντουλάπια, που μια φορά κάθε δέκα χρόνια πασχίζουμε να τα καθαρίσουμε απο την σαβούρα - μα δεν έχουμε όλοι το ίδιο κριτήριο - καλύτερα να έχουμε όλοι ξεχωριστά μέρη που μαζεύει ο ένας και ο άλλος δικά του πράγματα, και να τα καθαρίζουμε μόνοι μας, εκτός απο τις φορές που δεν είμαστε πια εδώ, και κάποιος αναγκαστικά επιβάλλει δικό του κριτήριο καθώς το κριτήριο το ορίτζιναλ πια πετά, και κάτω δεν κοιτά, πέρα απο συμπόνοια.










η γιαγια μου ήξερε πως θα πέθαινε, την σκεφτόμουν ξανά σήμερα, καθως καθόμουν σε αυτό το άδειο (που το σιγά σιγά αυτογεμίζω πιά) σπίτι, και δομάτιο, εδώ που πέρασε κοντά σε δύο χρόνια, βασανισμένα μάλλον, κατά τα φαινόμενα, μέσα στην ανία της και τις αναλαμπές όταν μας αναγνώριζε. την τελευταία φορά που μιλήσαμε και με καταλάβαινε με ρώτησε αν ήρθε καιρός να φύγει - την ρώτησα που - μου έδειξε προς τα πάνω, με τα μάτια - της είπα άγαρμπα και αμήχανα πως ότι πρέπει να γίνει θα γίνει και ότι όλα θα πάνε καλά και να μην φοβάται. τις τελευταίες μέρες πριν τον θάνατό της, όταν ερχόμουν, δεν μου μίλαγε, δεν με κοιτούσε καν - το σκέφτομαι τώρα και ίσως φαντάζομαι πως εκείνες τις μέρες προσπαθούσε να αποξενωθεί όσο είναι δυνατόν, απο τον κόσμο αυτό, απο τους αγαπημένους της ανθρώπους που την κρατούσαν στην ζωή - καθώς μόνο αυτοί είχαν απομείνει, και πλέον δεν είχε νόημα να ζει ούτε γι'αυτούς.

θυμαμαι οταν ήμουν μικρός και κοιμόμουν στο σπίτι της γιαγιάς μια φορά κοιμηθήκαμε στο ίδιο κρεβάτι και ήθελα να δοκιμάσω εκείνη την μέρα κάτι που είχε πάρει το αυτί μου κάπου στην τηλεοραση, ότι αν βάλεις κάτι απο το μαξιλάρι μια πετσέτα, και σκεφθείς κάτι που θέλεις να δεις στο όνειρό σου, θα το δεις. νομίζω φυσικά πως δεν είδα τίποτα στο όνειρό μου - δεν ξέρω καν τι ευχήθηκα να δω (γιατί να ευχηθείς κάτι να δεις σε όνειρο, αφου έτσι και αλλιώς δεν είναι πραγματικότητα;) - δεν είδα τιποτα, το πρωί όμως θα με ξυπνησε η γιαγιά μου και θα μου έδωσε πρωϊνό και θα με περιέβαλε με εκείνη την αναμφισβήτιτη σιγουριά και ασφάλεια που μας δίνουν οι μεγάλοι γύρω μας, όταν είμαστε μικροί.

κάπως γλυκά και αστεία θα ήθελα να το λήξω αυτό το ποστ, αλλά δεν μου έρχεται κάτι :) ας μείνει ανολοκλήρωτο λοιπόν.

No comments:

Post a Comment