Ο Μανώλης, Μάνος
ή επίσημα Εμμανουήλ Κοντός υπήρξε
πρακτικά ο πατριός μου, καθώς την περίοδο
από τα τέλη του 1994 έως κάπου το 2003 ήταν
άντρας της μητέρας μου, και ο άνθρωπος
χάρη στον οποίο φτάσαμε στην Ελλάδα
(από τα βάθη της Ασίας, συγκεκριμένα την
Νότιο-δυτική Σιβηρία) και με τον οποίον
ζήσαμε κάμποσα χρόνια μαζί.
Απεβίωσε ξαφνικά
το βράδυ της Πέμπτης, 05/12/2019, λίγο πριν
φτάσουν τα γενέθλιά του που θα ήταν στις
06/12/2019. Θα έκλεινε τα 74 χρόνια ζωής,
γεννηθείς το 1945, που τον κάνει σύγχρονο
με όλους τους ροκ δεινόσαυρους που ξέρω
(οι Beatles και οι Pink
Floyd και οι Rolling Stones ήταν
απ' ότι φαίνεται όλοι γεννηθέντες την
περίοδο '40-'43).
Με την μητέρα
μου παντρεύτηκαν το φθινόπωρο του 1994,
και με έφερε (δεν με γέννησε, ήμουν ήδη
γεννημένος, κοτζάμ 13 χρονών) κι εμένα η
μητέρα μου λίγο πριν από τα Χριστούγεννα
του ίδιου έτους, στην Αθήνα όπου για
πρώτες μέρες όλα μου φαινόντουσαν
κυριολεκτικά παραμυθένια. Ο Μάνος τότε
ήταν 49 χρονών και η μητέρα μου 34 (μου
φαίνεται απίστευτο, εγώ αυτή την στιγμή
κοντεύω στα 39).
Για μένα και την
μητέρα μου ήταν πάντα Μάνος στο όνομα.
Του άρεσε, προφανώς στις εργένικες
περιόδους του (αλλά πιθανώς να ίσχυε
πάντα) να αυτοπαρουσιάζεται, σαρκάζοντας,
με την φράση “Μάνος, μόνος, και μονός”
και να σκάει στο γέλιο, εννοώντας ότι
το λέει για πλάκα. Όταν έβλεπε παιδιά,
του άρεσε πάρα πολύ να παίζει μαζί τους.
Με μεγαλύτερους έπαιζε ποδόσφαιρο.
Στους μικρότερους έδειχνε ένα μοναδικό
κόλπο – μπορεί να ήξερε και άλλα, αλλά
εγώ μόνο αυτό θυμάμαι να κάνει – όταν
κάπνιζε είχε μαζί του τον αναπτήρα –
έδειχνε να τον εξαφανίζει, ή να τον
πετάει στον αέρα, ενώ τον κρατούσε
ανάμεσα στα πόδια κάπως – και μετά τον
εμφάνιζε.
Ο Μάνος είχε
γεννηθεί στο Λεωνίδιο, είχε μια αδελφή
την Φωτούλα και έναν αδελφό τον Τάκη.
Τους είχε χάσει και τους δύο πριν από
αρκετά χρόνια, και είχε μείνει μόνος.
Του άρεσε πολύ το ποδόσφαιρο. Ήταν
Παναθηναϊκός όσο τον ήξερα – αλλά
παρακολουθούσε όλες τις ομάδες και του
άρεσε το δίκαιο και η προσπάθεια. Όταν
τον επισκεπτόμουν τελευταία, που πολλές
φορές έπεφτε στο Σάββατο ή Κυριακή,
πάντα μου είχε έτοιμο φαγητό, με έβαζε
να τρώω, καθώς είχε ανοιχτή μια τηλεόραση,
και ανοιχτό το ραδιόφωνο, και έβλεπε
και άκουγε ανταποκρίσεις από αγώνες –
μερικέ φορές βλέπαμε ματς μαζί – εγώ
δεν ήμουν ποτέ του ποδοσφαίρου ή του
μπάσκετ, αλλά με τον Μάνο μου άρεσε να
κάθομαι και να τα βλέπω. Αν δηλαδή κάθομαι
μερικές φορές και βλέπω ματς με φίλους,
το οφείλω και αυτό στον Μάνο.
Τον είχαν στείλει
από μικρό στο Πολεμικό Ναυτικό, όπου
πέρασε όλη την ζωή του ως ηλεκτρονικός
σε υποβρύχια. Αποστρατεύτηκε νωρίς, και
έκτοτε δεν ασχολήθηκε με κάτι σταθερό.
Επί δικτατορίας παρακολουθούσε το ΠΑΚ,
και από τότε ήταν ως μέλος (απ΄ όσο
γνωρίζω) με τον Ανδρέα Παπανδρέου, μέχρι
που έφυγε – έφυγε και ο Μάνος από το
ΠΑΣΟΚ και εντάχθηκε στο ΔΗΚΚΙ επί
Τσοβόλα, και με το μετά-Τσοβόλα ΔΗΚΚΙ
στο ΣΥΡΙΖΑ. Του άρεσε η πολιτική, αν και
προσωπικά κάποιες φορές τον έβρισκα
πιο παθιασμένο από εμπεριστατωμένο –
λόγω της δικιάς μου ιδιοσυγκρασίας
ίσως. Προσπαθούσε να ήταν πάντα δίκαιος,
και τα βρίσκαμε στις συζητήσεις. Μου
άρεσε να ακούω την άποψή του.
Γενικώς ήταν
επιρρεπής σε ιστορίες του παρελθόντος
που πάντα σκεφτόσουν ότι πιθανώς να μην
έχουν συμβεί, ή να έχουν συμβεί σε κάποια
άλλη εκδοχή και την έχει διασκευάσει
ελαφρώς. Όταν μας ρωτούσαν στο νοσοκομείο
αν είχε παιδιά δικά του, απαντήσαμε ότι
δεν έχει παιδιά “που να γνωρίζουμε”.
Αυτό που ισχύει είναι ότι ο Μάνος ήταν
πάντα περιπετειώδης και ρομαντικός με
το αντίθετο φύλο. Και αν τα ποιήματα που
έλεγε και αφιέρωνε στις γυναίκες που
αγαπούσε δεν ήταν δικά του, τα έλεγε
οπωσδήποτε με πάθος και τα αισθανόταν.
Του άρεσε πολύ να τραγουδάει σε παρέα
και να ψέλνει στις εκκλησίες. Του άρεσε
το “Ότσι Τσέρνιε” που το εκτελούσε η
μητέρα μου στην κιθάρα και φωνή. Δεν τον
είχα ρωτήσει ποτέ ποιο είναι το αγαπημένο
του τραγούδι. Μου είχε δώσει κάποτε τα
μερικά βινύλια που είχε, και ήταν η
συνηθισμένη συλλογή που υπήρχε σε πολλά
ελληνικά σπίτια που είχαν προλάβει την
εποχή του βινυλίου – δημοφιλείς συλλογές
του Θεοδωράκη / Χατζιδάκη, ο Αη Λαός της
Σωτηρίας Μπέλλου, disco συλλογή
των Temptations, το Ladies'
Night των Kool And The Gang, και
ένας κλασσικός live διπλός
δίσκος του Neil Diamond.
Γύρω στον
Σεπτέμβριο του 1994, λίγο αφότου γνωρίσει
την μητέρα μου δηλαδή (η μητέρα μου είχε
πάει για τουρισμό στην Ελλάδα εκείνο
το καλοκαίρι, για πρώτη φορά έξω από την
πρώην ΕΣΣΔ), μας επισκέφθηκε στην Ρωσία,
στο Τόμσκ. Ήταν η απόδειξη του ότι αυτά
που έλεγε τα εννοούσε. Όταν ήρθε στο
σπίτι μαζί με την μητέρα μου και τους
άνοιξα την διπλή μας πόρτα, ο Μάνος ήταν
με μια Polaroid κάμερα έτοιμος
να με βγάλει φωτογραφία. Προφανώς ίσως
να φανταζόταν λανθασμένα ότι θα μας
έκανε πολύ εντύπωση μια τέτοια κάμερα
– μα και η Δύση σύσσωμη κάποια τέτοια
εντύπωση θα είχε.
Όταν είχε γυρίσει
η μητέρα μου εκείνο το καλοκαίρι, μου
είχε δώσει μια κασσέτα που είχε στείλει
ο Μάνος σε μένα. Είχε ηχογραφημένες
εκπομπές από ραδιόφωνο, με τραγούδια
όπως το “All That She Wants” των
Ace Of Base, επιτυχίες εποχής,
αναμεμειγμένες με μελή αντρική φωνή
ραδιοφωνικού παραγωγού που έλεγε
χαμογελαστά και ξεκούραστα πράγματα
που δεν καταλάβαινα. Αδιάφορο, καθώς
όλα αυτά τα ακούγαμε και στην πόλη μου
από μεγάφωνα μεγάλων καταστημάτων και
διαφημίσεις στην τηλεόραση που ήδη
είχαν ξεφυτρώσει σαν μανιτάρια έτοιμα
για κατανάλωση από διψασμένους για
αστραφτερά, εξωτικά, αμερικάνικα προϊόντα
ανθρώπους.
Το αστείο και
γλυκό της πρώτης μας συνάντησης λοιπόν
είναι ότι η Polaroid που
κρατούσε αρνήθηκε να βγάλει φωτογραφία.
Στην αμηχανία της στιγμής ο Μάνος πατούσε
και πατούσε το κουμπί, την γυρνούσε έτσι
και αλλιώς, μα φωτογραφία δεν κατάφερε
να βγάλει – ούτε να με χαιρετίσει καλά
καλά. Τις επόμενες μέρες δούλεψε, ίσως
να την έφτιαξε κάπως, ή να την είχε
πειράξει το αφιλόξενο κλίμα. Στις μέρες
που ακολούθησαν δεν θυμάμαι πως
περνούσαμε, εκτός από δύο πράγματα –
το ένα επειδή έμεινε σε φωτογραφία – η
βόλτα που έκαναν με την μητέρα μου στο
ξακουστό Βοτανικό Κήπο της πόλης μου
(στο οποίο τελικά ούτε ο ίδιος ακόμα δεν
έχω πάει), και μια βόλτα που έκανα με τον
Μάνο, ως γνωρίζων την περιοχή, μέχρι την
τοπική λαϊκή αγορά. Εκείνη την βόλτα
την θυμάμαι ακόμα γιατί ήμουν υπερβολικά
προστατευτικός με τον Μάνο, και στην
λαϊκή, εκεί που πήγε να πάρει το μπουκάλι
με πορτοκαλάδα (ναι πουλούσαν 1.5λιτρα
πλαστικά μπουκάλια πορτοκαλάδας στην
λαϊκή, δεν είχαμε σουπερμάρκετ τότε)
πριν το πληρώσει, του έπιασα εσπευσμένα
το χέρι και του ζήτησα να το ακουμπήσει
πίσω, γιατί πρώτα πρέπει να πληρώσει
και μετά να το πάρει (αλλιώς θα μας έκαναν
κακό, ίσως;) - και αυτός ή αυτή πίσω από
τον πάγκο με σταμάτησε και τον άφησε να
το πάρει, χαλαρά. Από τότε μάλλον
προσπαθούσα να μην το παίζω αυθεντία
πουθενά. Το πρώτο μάθημα που μου δίδαξε
ο Μάνος αθελά του; Η αλήθεια είναι ότι
αυτά που έμαθα από τον Μάνο τα έμαθα σε
δύσκολες συνθήκες, και δεν ήταν αυτά
που μου έλεγε με τα λόγια (και από αυτά
προσπαθούσε να πει πολλά). Μου είναι
δύσκολο να συνειδητοποιήσω ποια είναι
αυτά. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι αυτό
που είμαι τώρα κατά ένα μεγάλο μέρος
έχει σμιλευτεί και από τον Μάνο. Πάντα
μου έλεγε – στα τελευταία χρόνια, ότι
εμείς οι δύο μοιάζουμε γιατί είμαστε
και οι δύο ευαίσθητοι. Με προέτρεπε
πάντα να κοινωνικοποιούμαι – όχι πάντα
με τον καλύτερο τρόπο γινόταν αυτή η
προτροπή. Αυτά βέβαια πριν συνειδητοποιήσει
ότι του πήγαινα πιο πολύ κόντρα έτσι.
Όταν ήρθα στην
Αθήνα μας πήρε από το αεροδρόμιο με το
αμάξι – είχε ένα BMW κλασσικό
γκρι τότε. Το αεροδρόμιο ήταν τότε στο
Ελληνικό, και μέχρι να φτάσουμε στην
Πεύκη, εγώ κοιτούσα έχω από το παράθυρα
στις φωτεινές πινακίδες των καταστημάτων.
Ήταν όλα πολύ φωτεινά και λίγο σαν ένα
όνειρο. Όταν μπήκαμε στο διαμέρισμα,
και ενώ ξεντυνόμουν, ο Μάνος πήγε στο
ψυγείο, και από το ψυγείο μου λέει “Πιάσ'
το” και μου πετάει ένα πορτοκάλι. Έκανε
πολλά τέτοια που κατά την γνώμη του ήταν
ότι πιο φυσικό να κάνει. Δεν ήταν πολλές
φορές κατανοητά από μένα, αλλά προσπαθούσα
να καταλαβαίνω. Το έπιασα μάλλον το
πορτοκάλι, δεν θυμάμαι αν το έφαγα. Τότε
ακόμα κάπνιζε, και με έστελνε μερικές
φορές να αγοράσω τα GR lights του
από το περίπτερο. Μας έδειχνε ωστόσο,
σε μένα, και τα ανίψια του, ότι κάνει
κακό το τσιγάρο, και θέλει να το ελαττώσει
και να το κόψει – με άλλον δικό του τρόπο
– έφτυνε λίγο φλέγμα στο νύχι του μεγάλου
του δαχτύλου, και μας το έδειχνε που
είχε χρώμα καφετί. Μάλλον δεν είχε
αποτέλεσμα – καπνίζουμε όλοι. Εκείνος
όμως με τον τρόπο του προσπάθησε. Για
πολλά χρόνια το είχε κόψει τελειωτικά
– ίσως 15 χρόνια.
Όπως συμβαίνει
με κάθε άνθρωπο, είχε πολλά στοιχεία
και πτυχές που με ενοχλούσαν, ιδίως όταν
συγκατοικούσαμε. Δεδομένου και των
συνθηκών τα πράγματα ήταν ακόμα πιο
δύσκολα. Εγώ είχα πατέρα στην Ρωσία, τον
οποίον τον αγαπούσα και αγαπώ, και με
τον οποίον είχαμε πάντα καλή σχέση, παρ'
όλο που οι γονείς μου ήταν χωρισμένοι
από όταν ήμουν 5 χρονών και ο πατέρας
μου είχε νέα οικογένεια. Ο Μάνος
προσπαθούσε να έχει καλή σχέση με μένα,
αλλά δεν είναι κάτι που μπορεί να φτιαχτεί
μέσα σε μια περίοδο μερικών μηνών. Η
σχέση του με την μητέρα μου πάντα έβρισκε
σαν υπαρκτό και πολύ σοβαρό παράγοντα
το παιδί της. Ενδεχομένως να είχαν πλάνα
να κάνει δεύτερο παιδί η μητέρα μου. Για
διάφορους λόγους δεν έγιναν πραγματικότητα,
κάτι που νομίζω δυσκόλεψε την σχέση
τους ακόμα πιο πολύ. Την σχέση του Μάνου
με μας, βασικά, γιατί συχνά όταν
τσακωνόμασταν, τσακωνόμασταν μαζί –
και οι τρεις παρόντες, ή οι δύο μεταξύ
τους και τρίτος ακούγοντας και κρίνοντας
πίσω από τοίχο ή πόρτα. Από ένα σημείο
και μετά ο Μάνος μας αποκαλούσε αχάριστους,
και είναι αυτή η λέξη που είχε μείνει
βαθιά χαρακωμένη στο μυαλό μου, ιδίως
τότε, γιατί εκείνος αισθανόταν πληγωμένος
για διάφορους λόγους και πίσω από την
επιθετικότητα που αισθανόμουν σαν
απάντηση, ίσως να ένιωθα ότι φταίω κι
εγώ. Έχω ψάξει και έχω βρει κάποιες
φωτογραφίες από οικογενειακά άλμπουμ,
και ότι βρήκα σε ψηφιακή μορφή – οι
φωτογραφίες πάντα έχουν τον Μάνο
χαμογελαστό, αλλά περνούσε πολλές φορές
δύσκολα, και με μας, και μετά από εμάς.
Εγώ έφυγα από
το σπίτι γύρω στο 2003, φοιτητής σε ΤΕΙ
και έχοντας βρει δουλειά – μετά από
λίγο έφυγε και η μητέρα μου και έκαναν
τα χαρτιά για διαζύγιο. Εκείνη την
περίοδο ο Μάνος είχε ξεκινήσει να έχει
προβλήματα υγείας. Έκανε αφαίρεση
προστάτη που είχε όγκο. Η εγχείριση, ενώ
επιτυχής, του δημιούργησε ουλές και
στένωση στην ουρήθρα, και τον ανάγκασε
να κυκλοφορεί την υπόλοιπη ζωή του με
καθετήρα. Πέρασε κάποια χρόνια προσπαθώντας
μέσω άλλων εγχειρήσεων να διορθώσει
την στένωση, αλλά μάταια, οπότε το πήρε
απόφαση και ήταν με τον καθετήρα – είχε
γίνει τόσο επιδέξιος με αυτό που δεν
καταλάβαινες ότι το έχει. Ιδίως τα πρώτα
χρόνια μετά την εγχείριση θα ήταν δύσκολα
πολύ γι' αυτόν, γιατί συν τοις άλλοις
τον αφήσαμε και εμείς. Είχαμε επαφή,
αλλά λίγη. Μετά από κάποια χρόνια
ξαναπροσεγγίσαμε ο ένας τον άλλον. Τον
τελευταίο καιρό είχαμε σταθερή τηλεφωνική
επικοινωνία, και συναντιόμασταν κατά
μέσο όρο μια φορά τον μήνα που τον
επισκεπτόμουν στην Πεύκη. Το σπίτι του,
από τότε που χώρισε γινόταν όλο και πιο
χαοτικό, καθώς μάζευε διάφορα μικρά
πραγματάκια, ρολόγια, τηλεοράσεις,
κασσετόφωνα – κάποια τα έφτιαχνε, κάποια
τα παρατούσε. Ήταν από τα ενδιαφέροντά
του – και το χρηματιστήριο που ασχολιόταν
παλιά, και όλο και λιγότερο τελευταία.
Γενικά τα
τελευταία τουλάχιστον 10 χρόνια είχε
αλλάξει, ήταν λίγο πιο ήρεμος, και γενικώς
με την μητέρα μου είχαν καλή σχέση, δεν
μιλούσε με κακά λόγια ούτε κρατούσε
κακία. Πάντα ρωτούσε τι κάνει, μιλάγανε
στο τηλέφωνο σε καμία γιορτή. Από μένα
αν τύχαινε να ζητήσει κάποια βοήθεια,
το έλεγε πάντα πάρα πολύ ευγενικά, και
ποτέ δεν πίεζε – αν με καλούσε σπίτι
πάντα ήλπιζε ότι θα ερχόμουν αν μπορούσα
και αν περνούσα κι εγώ καλά μαζί του.
Ήταν ο μόνος λόγος να περνάω ακόμα από τα Βόρεια Προάστεια, από την Πεύκη και Μαρούσι στα οποία πέρασα την εφηβεία μου, και μου άρεσε και η βόλτα που πια σπάνια θα την κάνω. Ζούσε πολύ τίμια, νομίζω, και τα προβλήματα
υγείας του τα αντιμετώπιζε κυρίως μόνος
του. Δεν ξέραμε τι φάρμακα παίρνει.
Αρκετές φορές τελευταία είχε αϋπνίες
και έβλεπε μέχρι αργά την τηλεόραση,
αλλά δεν δίναμε σημασία – συνέβαινε
από παλιά.
Το βράδυ της
Πέμπτης πήγε σε μια πολιτική συγκέντρωση,
για την οποία είχε ετοιμάσει μια ομιλία.
Μας μετέφεραν ότι είπε την πρώτη φράση
της ομιλίας, στην συνέχεια ζήτησε
συγγνώμη καθώς δεν αισθανόταν καλά.
Προσπάθησε να πιει λίγο νερό και
κατέρρευσε. Ήταν σαν λιποθυμικό επεισόδιο,
έτρεξαν να τον βοηθήσουν, από το κινητό
του άρχισαν να παίρνουν τηλέφωνο – δεν
ξέρω αν είχε τις αισθήσεις του εκείνη
την στιγμή. Μου είπαν ότι είχε. Δεν μας
βρήκαν, ούτε εμένα, ούτε τα ανίψια του
εκείνο το βράδυ. Βρήκα την κλήση από τον
αριθμό του αργά το βράδυ και δεν έδωσα
σημασία, καθώς θα μιλάγαμε την επόμενη
μέρα, στα γενέθλιά του. Τελικά βρήκαν
τον φίλο του, τον ρωτούσαν τι φάρμακο
να του δώσουν – δεν ήξερε – δεν νομίζω
κιόλας να σωζόταν η κατάσταση με κάποιο
φάρμακο. Το ΕΚΑΒ δεν ξέρω αν τον βρήκε
ήδη νεκρό – διαβάσαμε στην αναφορά ότι
του κάνανε κάρπα αλλά δεν βοήθησε, και
στο Σισμανόγλειο έφτασε ήδη νεκρός. Με
βρήκαν το επόμενο πρωϊ, ψάχνοντας στην
δουλειά μου, επειδή θυμόταν η Ματίνα,
φίλη και συγγενής του, που δούλευα,
ευτυχώς υπήρχε αυτό το στοιχείο.
Παρεξηγήθηκαν λίγο νομίζω, καθώς στην
είδηση, την οποία δεν μπορούσα να πιστέψω,
είπα ασυνείδητα “πλάκα μου κάνετε;”.
Το μόνο που με παρηγορεί είναι ότι πέθανε
ανάμεσα σε κόσμο, σε φίλους, εκφραζόμενος
κάτι. Πιστεύω ότι ήταν ο καλύτερος
τρόπος, αν ήταν να φύγει, να φύγει έτσι.
Ελπίζω να μην ένιωθε απογοήτευση εκείνη
την στιγμή.
Η κηδεία του
Μάνου έγινε την Τετάρτη, 11/12/2019, στο
Νεκροταφείο Ζωγράφου.
Μάνο, αντίο.