προσοχή όλα τα κείμενα αυτού του μπλογκ, ειδικά όσα είναι γραμμένα στην γλώσσα Ελληνική, είναι ακραία ανορθόγραφα, οπότε προχωράτε προσεκτικά ή προσπεράστε ελεύθερα.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα memory. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα memory. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ραντομνες

μερικές φορές σημειώνω τις σκέψεις μου είτε σε drafts στο email, ή σε σημειωματάριο στο κινητό. πάνε τα μπλοκάκια. ή δεν πάνε, μήπως μου έχει λείψει και πάω να αποκτήσω ένα και πάλι. αλλά ναι, τι λέω, έχω - απλώς είναι ένα τόσο μεγάλο που μοιάζει με μικρό βιβλίο, σαν εκείνα της εστίας με σκληρό εξώφυλλο. αλλά είναι τόσο φοβηστικά γεμάτο από άδειες σελίδες που μάλλον με τρομάζει. επίσης έχει πράγματα που υποτίθεται τα σημείωνα για να τα θυμάμαι για πάντα, μα δεν θέλω να τα διαβάσω γιατί με αηδιάζουν με την έννοια του ότι με πονούν, και αλλιώς πονούσα τότε και αλλιώς πονάω τώρα, και ενίοτε πονάμε για την επανάληψη εν τέλει του πόνου του παλιού, γιατί τον έχουμε ξεχάσει και δεν υπάρχει κάτι άλλο έντονο που να δίνει τροφή για σκέψη ή και την καρδιά (ποιό είναι αυτό το μυστικό, γιατί το κάνουμε αυτό το πράγμα, που σου λέει ο άλλος, κοίταξε μην φας πάλι τα μούτρα σου, και εσυ τον χαβά σου, ναι, θέλω να τα φάω - και δεν είναι και κανένα πέσιμο με τα μούρα, ούτε γάτα ούτε ζημιά, δηλαδή ένα τίποτα, θα αναλογιστούμε τις ζημιές στην τελική δίκη ον δε ντέθμπεντ που λέει και ο καλλητέχνης). και έτσι λοιπόν αφήνω τις κενές σελίδες κενές και σημειώνω μόνο με πάτημα των κουμπιών, μπιπ μπιπ, είσαι και ντιπ (αλλάκας) - για πλάκα το λέω, κανονικά δεν είμαι.

ανατρέχω στις παλιές σκέψεις όπως στα άλμπουμε με τις φωτογραφίες. τα αρχεία με φωτογραφικό υλικό τα κρατάω από περίπου 2006, από τότε που απέκτησα ουσιαστικά φωτογραφική μηχανή της προκοπής και κινητό με φακό που σωζότανε. μερικές φορές όταν με πιάνουν μελαγχολίες από εκείνες τις αδιάφορες όπου απλά κοιτάς τον τοίχο και δεν θες να κάνεις τίποτα άλλο, γιατί όλα φαίνονται χωρίς ενδιαφέρον - ανοίγω random folders με φωτογραφίες από παλιά, και τις περιεργάζομαι. μερικές φορές προσέχω μικρές λεπτομέρειες. πιο πολύ μου κάνουν εντύπωση πρόσωπα, φυσικά - και επειδή πάντα ντρεπόμουν να τραβάω πρόσωπα άλλων - μόνο δικών μου ανθρώπων, όσων δεν ντρεπόντουσαν ούτε αυτοί - ... τέλος πάντων να φανταστείτε πως νομίζω ότι ντρέπομαι να περιεργάζομαι πρόσωπα άλλων μέχρι και σε φωτογραφίες που ήδη τράβηξα. εκεί που θέλω να καταλήξω είναι ότι το μόνο πρόσωπο που δεν ντρέπομαι να το περιεργάζομαι σε όλες τους τις εκφάνσεις, είναι φυσικά μονάχα δικό μου. δεν είναι ναρκισσισμός. είναι μια περίεργη εμμονή, σαν δυσπιστία, μια προσπάθεια να ταιριάξω αυτό το πρόσωπο που βλέπω σε φωτογραφίες, με τον εαυτό μου.

στις σκέψεις όμως ήμουν, όχι στις φωτογραφίες. και στο πόσο τα ενώνει όλα το randomness. τελευταία επιλέγω επίσης να ακούω random τραγούδια από την συλλογή των μπ3 μου. δεν είναι ακριβώς random γιατί αρκετά από τα μπ3 τα έχω ακούσει και τα έχω εκτιμήσει και υπάρχει λόγος που τα έχω. αλλά είναι και πολλά που δεν ξέρω ή δεν έχω ακούσει καθόλου ή τόσο λίγες φορές που δεν τα θυμάμαι. κάποια είναι ωραία - και πολλές φορές σκέφτομαι - πως τα ταίριαξε έτσι καλά ο μπαγάσας ο random αλγόριθμος. είναι σαν να παίζεις με ξυλάκια και ανατρέχεις στις συμβουλές / απαντήσεις σε εκείνο το βιβλίο το κινέζικο που φιγουράρει και στο "man in the high castle" του φίλιπ ντικ. ίσως όπως μεγαλώνουμε, αρχίζουμε να εκτιμάμε όλο και περισσότερο το randomness. έως στο να βρίσκουμε νόημα στο randomness? αφού δεν βρίσκουμε νόημα κάπου αλλού; δεν ξέρω.... όπως λέμε, και ως γνωστό, ο χρόνος θα δείξει και πάντα θα δείχνει. ένα ταιριαστό κομμάτι από την σημερινή ράντομ λίστα ήταν και αυτό.


νιέτ - ντα

κατήργησα το facebook, με όποιο προσωρινό τρόπο σου προσφέρει, τέλος πάντων, να το "καταργήσεις".. πέρασαν κάποιοι μήνες, και αρχίζει να μου λείπει, με την έννοια ότι νιώθω μοναξιά που δεν μπορώ να την συμπληρώσω λίγο από εκεί, με εκείνη την ψευδαίσθηση μιας κατά κάποιο τρόπο επικοινωνίας / διαδρασης με το κοινωνικό υπερπέραν (αρκετά πρόσφατα το περιορίζαμε σε/ορίζαμε ως "κοινωνική φούσκα" - πάντα με μπέρδευε όμως αυτός ο όρος καθώς σαν έννοια δεν περιέχει το "σκάσιμο" της φούσκας, αλλά τον περιορισμό του εαυτού σου μέσα της)

έχω καιρό να αμπελοφιλοσοφήσω. και θυμήθηκα το μπλογκ μου αυτό, το ασφαλές μέρος όπου δεν θα μου πει κανείς "γιατί είσαι εδώ", ούτε "γιατί μου γράφεις αυτές τις αράδες, που στο κάτω κάτω δεν έχουν και πολύ νόημα". οπότε είμαι εδώ και γράφω αυτές τις αράδες που δεν έχουν και πολύ νόημα, πέρα από το να με φέρνουν σαν ένα σωσίβιο στην επιφάνεια της θάλασσας (αυτή που χάλασα για να σε βρω) (χάλασα άραγε καμια θάλασσα ή έστω ένα ποτάμι για να σε βρω; μάλλον οχι/ναι/δεν γνωρίζω/δεν απαντώ/μήπως άρχισα να κουράζομαι/όπως είναι σύνηθες στο φύλο μου; (το αντρικό ή το άλιεν, δεν είμαι σίγουρος ούτε γι' αυτό )

άντε πάλι και κάθομαι και κλαίγομαι. πολύ συνήθειο το έχω. μερικές φορές το έχω ανάγκη, και είναι κάπως λυτρωτικό να μπορείς να το κάνεις όταν κανείς δεν κοιτάζει, έχοντας όμως την αίσθηση ότι υπάρχει κάποιος αποδέκτης, ο μυθικός μελλοντικός αναγνώστης. δηλαδή η ομιλία δεν είναι εντελώς εσωτερική (εγώ με τον εαυτό μου) περνώντας από ένα minimal φίλτρο και δημιουργόντας μια αίσθηση επικοινωνίας / απομάκρυνσης του αδειάσματος της μοναξιάς (και ας ο αναγνώστης δεν υπάρξει, νιώθω ότι μιλάω σε κάποιον, και άρα υπάρχει στο φαντασιακό μου σύμπαν - και τουλάχιστον, ως προς τις θεραπευτικές του ιδιώτητες, κρατάει μια υπόσταση πιο στέρεα από μια καταφανής φαντασίωση / ανθυποβολή) (ήσουν ένα ψέμα και μισό, θα ξεπρόβαλλε μια πονεμένη φωνή από κάποιο λαϊκό νταλκάδικο τραγούδι)

αυτό το καλοκαίρι έμαθα πολλές καινούργιες λέξεις όπως ο νταλκάς, και γενικά αρκετά τραγούδια που συνδέονται με την καψούρα. παλιότερα δεν τα είχα σε πολλή εκτίμηση. τώρα ναι, τα εκτιμώ, αν και μερικές φορές συνεχίζω να νιώθω ότι εκείνα τα τραγούδια και τα συναισθήματα που περιγράφονται σε αυτά είναι υπεράνω μου (ξέρω ή δεν ξέρω να αγαπώ; και αν αγαπώ με τον τρόπο μου, λογικό να με συνθλήβει το ότι ο τρόπος αυτός δεν είναι και δικός σου.. έχω κάνει πολλές μαλακίες, είπαμε, και δεν ξέρω πως να τες αποπληρώσω, μάλλον δεν αποπληρώνονται καν, ισόβια καθειρξη στην φυλακή της συνείδησης.

[2 εβδομάδες πιο μετά]
είχα κρατήσει το παραπάνω κείμενο ως draft. πολλά drafts στην ζωή μου γενικά, προσωρινά κείμενα ως ιδέες προς ανάπτυξη ή προσωρινές ιδέες που δεν ευδοκιμούν, ή μόνιμες ιδέες ως εμμονές; δεν ξέρω. ο ήχος των πλήκτρων, το πως χτυπάνε τα δάχτυλα τα κουμπιά του πληκτρολογίου, φανερώνουν μια ένταση κρυμμένη βαθιά, έναν φόβο που δεν θέλει να βγει και μια αβεβαιότητα που δεν θέλω (φοβάμαι) να την αποδεχτώ. γιατί μιλάω τόσο μη ξεκάθαρα, ομιχλοδώς γραμμένα (μιλάω γράφοντας, γράφω ομιλώντας) (στα παλιά των υποδημάτων μου; νοτ)

ποιό είναι το πρόβλημα, δεν κατάλαβα.
δεν υπάρχει πρόβλημα. μόνο ένας προβληματισμός.
δεν πειράζει, καλό είναι να προβληματιζόμαστε που και που.
πόκο α πόκο.

διάβαζα το αρχικό κείμενο και σκιάχτηκα για το πόσο δυσνόητο είναι. όσο δυσνόητος και ο εσωτερικός μου κόσμος, ή ίσως κατανοητός αλλά εσκεμμένα δυσνόητος γιατί φοβάμαι την αλήθεια (την ποιά; ) έχω απογοητευτεί και από αυτό που λέμε "αλήθεια", καθώς δεν είμαι σίγουρος πιά για το ποιά είναι αυτή η περιβόητη αλήθεια. προς τι ο προβληματισμός; ε, τα γνωστά, μόνο εγώ ξέρω. και δεν θα το πω. (κάθε βράδυ στα μπαράκια ω-ω έτσι είμαι και γω..)

η κιθαριστική πένα είναι πολύτιμη για την κίνηση της προς τα πάνω, όχι την προς τα κάτω.

μας ήρθε απότομα το κρύο, όχι τίποτε το φοβερό (το πρόλαβα το κρύο στην ρωσία) - και νομίζω ότι κρύωσα. ένας πονοκέφαλος που νομίζεις ότι το κεφάλι είναι κάπως μπουκωμένο. και δεν βγήκα έξω και γι' αυτό γράφω εδώ στο κρυφό μου παγκόσμια ορατό ιστό για να πιάνονται τα ανυποψίαστα θηράματα (ψέματα λέω, έτσι για να ζωντανέψω την κουβέντα, σιγά μην ήμουν και κανένας κυνηγός - αντικείμενο αγαπημένων δασοφυλάκων)

πέθανε ο πατέρας μου (29-30/09/2024, 65 έφτασε). δεν λέω ότι τον "έχασα" ή τον "χάσαμε" καθώς τον είχα κάπως "χαμένο" από καιρό, και ούτε είμασταν πολλοί για να έχω την συνείδηση του πλήθους και να μιλάω στον πλυθιντικό. τον αγαπούσα ωστόσο τόσο ώστε να είμαι η σκιά του όταν τον έβλεπα. συγκράτησα από πριν από χρόνια φράση του, ως απάντηση στο ευχαριστώ μου όταν με πήγαινε βόλτα στην γειτονιά του - ότι όταν γίνει εκείνος γέρος, θα τον πηγαίνω εγώ βόλτα. δεν κατάφερε να με προσελκύσει να γυρίσω ρωσία και να μείνω κοντά του, δεν καταφέραμε να τον γυροκομήσω. η ροή της ιστορίας είναι κάπως μονόπλευρη, και πράγματα που έγιναν δεν ξαναγίνονται / δεν ξαναέρχονται / δεν αλλάζουν - και αφού δεν τα προλάβαμε, δεν τα προλάβαμε. πήγα και τον είδα επειδή είχε την διαύγεια και καλοσύνη η ξαδέρφη του να με φωνάξει να έρθω. τον πρόλαβα. μετά από κάποιες μέρες πέθανε. σήμερα πέρασα έξω από μια εκκλησία, σκέφθηκα να μπω λίγο μέσα να ανάψω κερί, αλλά μετά σκέφθηκα, γιατί να το κάνω, λες και πιστεύω εγώ ή πίστευε αυτός. συμβολική σημασία έχουν αυτές οι κινήσεις, για να εξηλεώνουν την δική μας συνείδηση. αφού καταλαβαίνουμε πως λειτουργούν αυτά τα πράγματα, γιατί να το κάνουμε; (έχουμε εναλλακτική; δεν νομίζω...)

στην παρακάτω φωτογραφία (δεν ξέρω ποιός την τράβηξε - καθώς τις πιο πολλές συνήθως τις τραβούσε ο ίδιος) είναι νιόπαντρος με την μητέρα μου, φαίνεται και η βέρα (και το βλέμμα), και είναι στο καινούργιο σπιτικό τους που βρισκόταν στο κέντρο κέντρο της πόλης, στην περιβόητη οδό που φέρνει το όνομα της "Παρόδου 1905 Έτους" (σε μια άλλη Άλφαβιλ) - δεν έζησαν πολύ εκεί, κανένα χρόνο ίσως δύο - όταν γεννήθηκα εγώ είμασταν ανάμεσα σε σπίτια δικών μου παππούδων, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαθέτω, εκτός και τα έχω μπερδέψει ήδη.

 
μετά σκέφθηκα, πρέπει να μάθω να προσέχω τον εαυτό μου, γιατί δεν θα τον προσέξει κανένας άλλος. είναι ψιλονόμος. εκτός και αν αποδεχτούμε ότι η ζωή μας (τέτοιων σαν κι εμένα) είναι μια αργή αυτοκτονία (καθώς είναι ζωή δίχως σκοπό; )



ωραία τα λέω

συνεχίζω να ποστάρω πράγματα παλιά, για να ξεκαθαρίσω λίγο το παρελθόν. το παρακάτω έχει γραφτεί, ενδεχομένως, σε μια προσπάθεια να βγάλω από μέσα μου σκέψεις που με απασχολούσαν, σε ένα ανώνυμο κοινό, καθώς πρέπει να το πόσταρα σε ένα αμερικάνικο autism-related social forum. πιο μακριά δεν γινόταν, λέω εγώ. ίσως να ήταν equivalent του να μιλάει ένας teenager για τα προβλήματά του στο AI, αντί να τα συζητήσει απευθείας με τα άτομα που τους αφορά. heck, μοιάζε με μένα να μοιράζομαι τις σκέψεις μου με το AI, και ότι άλλο πιο απόμακρο υπάρχει (ίσως το πιο απόμακρο σε αυτή την παράξενη διαστελλώμενη κλίμακα είναι ο πραγματικός εαυτός μου; αυτός που μοιάζει γνώριμος αλλά και εντελώς απλησίαστα άγνωστος; ) ... αλλά τα έχουμε συζητήσει και με όσους πρέπει και χρειάζ(ομαι)εται.

29/04/2024

I've met my ex a few days ago. I don't like the word "ex", it's so short that it almost reduces someone to nothing one tends or wants to remember - a two-letter negation. In fact, I am using this word only because I hear it being used all the time. Even after a certain relationship has been terminated, words like X or Y or Z still has some kind of an aura of a relationship, which takes us to the past. 

Indeed sometimes, lots of times, I have felt negatively towards her, lots of our quarrels were about... seemed to be about, in my words, a full-blown turn off one of us felt because of a failure of expectations - or maybe a failure to connect. Sometimes we would connect so well, but this connection would fade eventually among the everyday chores, sometimes within a couple of weeks.

Most of the times (as far as I remember, because memory is murky already) it was me who would be blamed for lack of sensitivity, thoughtfulness, other types of resourcefulness (creating more problems than could be solved), lack of love, maybe. A couple of times the decision to part came from me as a cold-blooded practical verdict. 

Usually I would feel some vibe in a discussion, and puff it up in my mind, oftentimes getting an exaggerated or wrong impression about the other's motives, with a conclusion of becoming very defensive. 

Subsequently, without being able to explain this reaction either to myself or to her, I would get very frustrated and wounded, and in the ensuing discussion I would be very forward in showing all my bad sides, even imaginary/theoretical ones, and show very vulnerable. (my imagination wanders off here: tactically this would seem like either playing a victim, or, like a cat, doing a diversion move showing a belly in order to jump and tear when the enemy lets their defenses down). Only I would not think like this during the actual interaction, although once or twice I would actually do an offensive. Not cool-headed, just some trash word a kid would use, "you're a fool! (you understood it the totally wrong way)" kind of thing. 

In general, I detest this kind of analysis (that of a cat and belly game) and do not want to play any kind of game. I feel that my feelings are genuine and I am incapable of doing tactical moves against my heart to gain something in the future. But I often wonder if subconsciously I do something like this (and I would even talk about it and present myself as a calculating and cold being, or the opposite, totally vulnerable being that seeks protection - because even in the darkest moments, my imagination roams and the autosarcasm seems like a sweet surrender)

She would then shut herself off from me, or distance a lot, and I would find it difficult or unfeasible or pointless to win her back (as I would be more merciful to her letting her find a better person than myself). Sometimes this happens in the opposite direction - I distance myself and she lets me go mercifully. (Or I just make this last one up - but know this has happened at least once). We finally break up, and I almost am relieved because most of the times all these tensions.. or the things leading to these tensions, have resulted in a lot of stress having been built up in myself too.

But I can't feel this negativity for long, it's like a wound but it's bearable, and then it doesn't pain that much - and I've always thought that the way to heal it would be to be close to her and to communicate with her. I can't seem or don't want to just forget / dismiss her. I tried it once already, during our first break up. After a few years we happened to meet again and she succeeded in bringing me back to her (even then I demanded persuasion even though I had a markedly more optimistic outlook on things and on life in general than I do now). I bonded* myself to her, psychologically, since then.

* That was the reason my mind clicked when I heard of Somerset Maugham's "Of human bondage" and the role this book plays in Philip K. Dick's "The Divine Invasion" (literally, a book discussed within a book). I read both books but either in the wrong time, or with the wrong mind, because they don't seem to have made me any wiser.

Sometimes this bond seems ambiguous in the fact that it is built on the things that I need, and does not take into consideration the things that she needs and I lack. It could be thought of as one-sided. Like this unrequited love they speak about, which is like paining about something that cannot be granted. Sometimes I think that this bond is akin to a child's love to their mother, where a certain love "back" is expected without needing to prove the love "forward". Sometimes I feel that this is the love that I need and seek in others, a love that I won't have to count in order to give the same (if any) amount back. And I realize that many people would seek not this kind of love, but a mutual give and take love that is based on a list of concessions and efforts both people will agree to do in and for a relationship.

I want to believe that I need that first kind of love not because of selfishness, but because that other kind of love acts on me as a constant pressure that I cannot always keep in balance - I have a consistent problem with understanding when what I give is exactly enough for what I get back. To explain - I always feel that what I am giving is not enough. And I try to give more, but it's never enough on my scale of things. My scale of things might be also "rigged" or slightly broken in ways hard to understand. For instance, my effort for some daily activities like socializing or driving would be measured differently by me and by her, and most of the times I would not be able to explain that it is hard, because a) I'm supposed to be tough and sure of myself and b) I don't even realize how it hits me.

I wish that what I could give back would be just not measured at all, and I would not measure what I get, because that would always be enough, proportional to what one is able to give.

What I heard a friend say in a discussion at a bar, that what he sees as love might be something that is not defined the same way by the person who is loved. But he is sure that what he means by love is to have this person in mind the first thing in the morning when you wake up, and think about this person while falling alseep in the evening. (*)

(*) οκ άσε, είναι η περίπτωση που τότε είχα ευάκουα ώτα.. τώρα μου φαίνεται σαν περίπτωση ποιητικότητας άνευ ουσία. εξιδανίκευση μιας αγάπης που πρακτικά ποτέ δεν θα λειτουργούσε, και άρα στην πράξη εγώ δεν την καταλογίζω ως αγάπη.

The crushing difficulty is to understand and come to terms with the fact that I cannot give the minimum of what is needed by the other person.

I am not saying that somebody demands something from me. But to need something that I do not have is a valid point that should not be mixed up with a manipulative behavior. Especially when this point is voiced loud and clear and has been discussed.

An ethical mistake one could do would be to mention that what they need and I fail to provide is also the norm, effectively meaning that I would never be able to sustain a "normal" relationship. It is a mistake because what is "normal" is generally debatable. But for the same reasons, by debating what is "normal", am I not doing an ethical mistake of denying a person the right to need something, when it is more than I can give? When the word "normal" comes into discussion, I again become wounded, defensive and angry.

Perhaps, there is no "normal", there is "me" and "you", there is what I need and what you need. It is sad to realize that I cannot give you what you need, and that excludes me from being close to you. What is that that I cannot give? It is the selfless love and care and dedication. Being in tune and connected to you. These are my own words. I have never asked you exactly. Or I don't remember what you answered.

κάποια στιγμή τέλη '22 ή αρχές '23

με ρώτησες αν έχουν autistic value κάποιες (θετικές) εμπειρίες με την a. οι αναμνήσεις έχουν autistic value. (*) (ίσως i misunderstood the whole meaning of the question) η πληθορικότητά της, η αλτερνατιβίλα, η εφηβικότητα, η παραξενίλα/διαφορετικότητά της. επίσης το γεγονός ότι ενίοτε, ή ένα μέρος τουλάχιστον του εαυτού μου, της αρέσει και την τραβάει. η σχέση μας πάντα έτσι ήταν - ήταν πιο δυνατή τις στιγμές που δεν είμασταν μαζί και συνομιλούσαμε ο ένας με τον άλλον μόνο στις αναμνήσεις και φαντασίες μας, ενδεχομένως ωραιοποιόντας ή παραλείποντας κάποια στοιχεία. (*) (έλεγα/λέω εγώ.. προφανώς εκφράζοντας τον εαυτό μου, όχι εκείνη, ή την "δική μου" εκείνη-ως-ιδέα κατά την συνήθεια που μου προσάπτεται)

beyond dawn

θυμήθηκα μόλις, αλλάζοντας τα ρούχα μου και κοιτάζοντας αφηρημένα προς το ράφι όπου έχω μαζέψει τα μέταλ cd μου, τους beyond dawn, ένα πολύ αγαπημένο συγκρότημα με το οποίο έχει αποφασιστεί κάποτε να συνδεθώ στενά, πνευματικά, όχι ότι τους γνωρίζω σαν ανθρώπους - γιατί τους άκουγα την περίοδο που έπρεπε, πάντα προσωπικά μιλώντας. (μιλώντας - milonga - θυμάμαι κάτι τέτοια κομμάτια στην κλασσική κιθάρα που έπαιζα όταν ήμουν μικρός - άσχετο)

θυμήθηκα γιατί φαντάστηκα ότι παίρνουν συνέντευξη από μένα που είμαι παλιός φαν κι έτσι και έμπαινα στο IRC μέσω του mIRC και διάλεγα το ψευδόνυμο BeyondDawn και πολλές φορές μιλούσα με άσχετο κόσμο προσπαθώντας να τον γνωρίσω και ας πούμε όταν είχε προχωρήσει η φάση του a/s/l (age / sex / location?) (εμένα τώρα μου μοιάζει με το ASshoLe) και συνέχιζαν να μου μιλούν με ρωτούσαν αν το ψευδώνυμό μου παραπέμπει σε κάτι του στυλ ότι κάθομαι στο IRC μέχρι και πέρα από το ξημέρωμα. τους εξηγούσα επιμονετικά πως όχι, πως πρόκειται για ένα συγκρότημα. μπορεί να μην ήταν πολλοί - μπορεί να με είχε ρωτήσει αυτό ένα άτομο ξερωγώ, υποθετικά μιλώντας, γιατί δεν θυμάμαι, και τώρα να νομίζω ότι γινόταν συνήθως. θυμάμαι που μας είχε δώσει ένας συνάδελφος φίλος της μάνας μου ένα παλιό λάπτοπ, που τότε ας πούμε ήταν ήδη παλιό, αλλά που έμπαινε στο internet, είχε ένα PSTN modem, και έμπαινα κάτι νύχτες άλλες φορές όταν οι γωνείς μου κοιμόντουσαν και άλλες φορές όταν λείπανε. το IRC ήταν text-only πρωτόκολλο, εκτός και αν κάνω λάθος - και δεν απαιτούσε πολύ bandwidth. είχαν φτιαχτεί νομίζω και ολόκληρα online adventures, κάτι σαν WoW τώρα, αλλά ήταν text-only, text-based MMO ή MMORPG λεγόντουσαν, και κάποια λειτουργούσαν μέσω IRC κάπως. Δεν τα είχα ψάξει, και τότε δηλαδή μου φαινόντουσαν ακαταλαβίστικα λίγο.

εγώ τα γράφω τώρα για να καταγράφεται το l.o.r.e. χαχα. ότι να' ναι. πρέπει να στείλω αυτά που γράφω σε έναν συγκεκριμένο φίλο μου που ξέρει και τους beyond dawn και με τον οποίον είχαμε παίξει warcraft 2 δικτυακό σε crappy PSTN σύνδεση και αν δεν ήταν αυτός δεν θα είχα βιώσει ούτε αυτή την (καθόλου πολύτιμη για μένα, καθώς δεν πρόκοψα στο είδος, αλλά πολύ kewl) εμπειρία :) (που πάλι εκείνος μου έμαθε ότι τότε έτσι λέγανε το cool γιατί το kewl ήταν πιο cool από το απλό cool)

που ήμουν; και που είμαι; στους Beyond Dawn. πήρα το cd τους επειδή είχε πάρα πολύ ωραίο εξώφυλλο το οποίο το έχω κάνει μερικές φορές μπλούζα. τυπώνω καινούργια όταν χαλάει η παλιά. επειδή το τυπώνω σε μαύρες μπλούζες, και είναι μαύρο το εξώφυλλο, βγαίνει χοντρή η στάμπα και δεν είναι ωραία. όμως πρόσφατα αγόρασα ένα bundle με δύο βινύλια και αυθεντική μπλούζα και είμαι, ήμουν τότε τουλάχιστον, χαρούμενος. το πρώτο cd επίσης το πήρα επειδή το είχε σε προσφορά το Metropolis στην Πανεπιστημίου, το είχε 900 δραχμές, κάτι αντίστοιχο του 3 ευρώ. θυμάμαι ακόμα την μετατροπή καθώς για μια περίοδο όλες οι τιμές αναγραφόντουσαν και με ευρώ και με δραχμές. εγώ τότε ψώνιζα σχεδόν αποκλειστικά cd. και ίσως καμια μπύρα από περίπτερο που και που. βασικά δεν θυμάμαι τι ψώνιζα - αλλά κρίνοντας από το τι αγοράζω συνήθως σήμερα - και δεν έχω αλλάξει και πολύ - πρέπει να πέφτω μέσα.

γιατί τα γράφω όλα αυτά, ήρθε εκείνη η ηλικία όπου λες, θα αρχίσω να γράφω τα απομνημονεύματά μου; δεν είναι ντροπή, είναι μια ωραία ασχολία. απλά αυτοσαρκάζομαι γιατί πάντα αυτή η στιγμή έμοιαζε μακριά, πάντα μοιάζει μακριά μέχρι να έρθει, και τότε λες, πως έγινε αυτό έτσι ξαφνικά; είναι αυτό που λένε crushing truth. θα μπορούσα να γράφω για χρόνια για τα χρόνια της ζωής μου. θα έπρεπε να βάζω tags στα κείμενα και σιγά σιγά θα μπορούσα να φτιάξω έναν χάρτη ολόκληρο της ζωής μου και κάποιος να πάει και να το κάνει ένα παιχνίδι στον υπολογιστή. point and click adventure. σαν αυτά τα walking simulators που επι της ουσίας δεν κυνηγάς κάτι και δεν έχεις κάποιο στόχο, απλά ζεις την ζωή ενός άλλου ανθρώπου. ένα τέτοιο παιχνίδι ίσως να παίζω τώρα όντας στο μέλλον και φορώντας προηγμένα γυαλιά VR. το παιχνίδι είναι open world και τους στόχους τους θέτεις ο ίδιος. κι έτσι.

να επιστρέψω όμως στην ιστορία της σχέσης μου με τους Beyond Dawn. εκείνο το εξώφυλλο του πρώτου τους full LP είναι μια θαυμάσια ασπρόμαυρη φωτογραφία που με εκφράζει πάρα πολύ με τρόπους που δεν ξέρω να περιγράψω. ή ξέρω και όμως θέλω να πλανάται ένα μυστήριο. απεικονίζει μια μορφή με καρέ κούρεμα που φαίνεται από μέση και πάνω, φαίνετι προφίλ έτσι ώστε το πρόσωπό της καλύπτεται πλήρως από το κούρεμα, είναι ελαφρώς γυρισμένο προς τα πίσω (δεν θέλω να με δεις). επίσης τα χέρια είναι πιασμένα στο στήθος, όπως αγαλιάζουμε τον εαυτό μας, ή αυτοπροστατευόμαστε, ή ζεσταινόμαστε όταν κρυώνουμε.

όταν ήμουν μικρός έβρισκα διάφορα πράγματα στο δρόμο όπως όλοι. μια φορά είχα βρει ενα μπρελόκ ιμιτασιόν κοκκάλινο που είχε την μορφή μιας νεκροκεφαλής. ήδη ίσως να ήμουν αρκετά μεγάλος ώστε να μην με φοβίζει. ωστόσο μου είπαν να το πλύνω πάρα πολύ καλά. δεν θυμάμαι ωστόσο τι το έκανα στην συνέχεια. κάπου θα το έχασα. άλλο όμως ήθελα να πω - η μητέρα μου είχε ένα αντίστοιχο ιμιτασιόν κοκκάλινο μπρελόκ το οποίο απεικόνιζε τον γνωστό πύθικο που εμφάνιζε τρία πρόσωπα καθώς το γυρνούσες γύρω από το κάθετο άξονά του. το ένα έκλεινε το στόμα του με χέρια, το άλλο έκλεινε με χέρια τα αυτιά του, και το άλλο έκλεινε τα μάτια. τώρα μαθαίνω ότι είναι κάτι γνωστό - αν και κανονικά δεν αναφέρεται στην έννοια του turning a blind eye, δηλαδή κατά μια έννοια στρουθοκαμηλισμό.

έναν τέτοιο σύμβολο μου θύμισε πριν από λίγο το παραπάνω εξώφυλλο. η κοπέλα στην φωτογραφία μου θυμίζει απλά την έννοια του να κλείνομαι στον εαυτό μου παρουσιάζοντας ένα μυστήριο facade που από την μία κρύβει αλλά και συγχρόνως προσκαλεί. θυμάμαι πως όταν το αγόρασα ήταν αρχές καλοκαιριού, πιθανά το καλοκαίρι μεταξύ της 2ας και 3ης Λυκείου, γιατί θυμάμαι πως μετά πήγα σε ένα γραφείο κάποιας χρηματοοικονομικής εταιρείας που ανήκε σε κάποιον γνωστό γνωστού του πατριού μου Μανώλη. ήταν η περίοδος που μεγαλώσαμε και ωριμάσαμε αρκετά ώστε να αρχίζουμε δειλά δειλά να αναζητάμε δουλειά για να βγάλουμε κανένα χαρτζιλίκι. φυσικά και με ενθάρρυναν και βοηθούσαν με κάθε τρόπο οι γωνείς καθώς χαιρόντουσαν που θα μάθαινα να δουλεύω (μεγάλη αγωνία του να μην μεγαλώσει αυτό το παιδί τεμπέλης και άφραγκος και γενικότερα βάρος στην κοινωνία). θυμάμαι τουλάχιστον τέσσερεις περιπτώσεις που είχα δοκιμάσει να δουλέψω σε γνωστούς γνωστών του Μάνου, μια ήταν η παραπάνω (οι άλλες σε δύο εστιατόρια στην Σαρωνίδα, και σε ένα μέρος με σέρβις υπολογιστών στο Μαρούσι μετά από χρόνια που η τελευταία μόνο στέφθηκε με επιτυχία).

εκείνη την φορά όμως στην χρηματοτέτοια εταιρεία (σε λίγο καιρό θα έχανε ένα μεγάλο ποσό ο Μάνος στο χρηματιστήριο, μέχρι τότε όμως είχε ίσως ένα καταναγκαστικό δέος για το χρηματοπιστωτικό κλάδο) ο κυριούλης μου είχε εξηγήσει κάτι της δουλειάς και νομίζω πως δεν του έκανα με την έννοια ότι κάτι αρνήθηκα να κάνω, και γενικά διάλεγα, όχι και να δεχτούμε και τα πάντα. θυμήθηκα και μια πέμπτη φορά όταν πήγα για συνέντευξη στο McDonalds του Συντάγματος, νομίζω από σύσταση καθώς δούλευε εκεί εκείνη την εποχή μια μακρινή ανυψιά του Μάνου. Μου είχε πει όμως τότε ο μάν-ατζερ ότι θα έπρεπε να κουρέψω τα νύχια μου και να κουρευτώ. Και δεδομένου των συνθηκών και ότι δεν πέθαινα κιόλας μπορεί να είπα όχι ή τέλος πάντων να μην έδειξα και πολύ ζήλο.

τέλος πάντων μπορεί να έμενα χωρίς δουλειά (την οποία μάλλον τελικά δεν τρελενόμουν να αποκτήσω στο κάτω κάτω) αλλά μαζί με όλα αυτά τα θαυμάσια CD που τα έπαιρνα μια φορά το μήνα ή κάτι τέτοιο. άμα ήταν κιόλας σε προσφορά έπαιρνα δύο και τρία και απ' αυτά μάθαινα. ένα άλλο τέτοιο CD ήταν εκείνο των Diabolique που είναι επίσης πάρα πολύ αγαπημένοι και επιδραστικοί στην καριδιά μου, δέντρο καρδιοειδές, ένα τέτοιο πράγμα, αν και αμυδρά υποπτεύομαι πως υπάρχουν και σεξουαλικοί συσχετισμοί με αυτή την λέξη που δεν ήταν στην πρόθεσή μου να υπονοήσω.

μεγάλη αγάπη για τους Beyond Dawn, που λέτε. περίπου εκείνη την εποχή τους έβαζε και ο Φλωράκης στην ραδιοφωνική ζώνη του Metal Hammer στο SkyRock FM, νομίζω έτσι λεγόταν. Το ίδιο ραδιόφωνο κάποιες μέρες είχε και goth ζώνη. Νομίζω Κυριακή βράδυ αργά. Τότε έβαζε βέβαια κομμάτια από την δεύτερη μεγάλη δουλειά τους, το Revelry, που είχε ένα πιο πεζό εξώφυλλο που περίπου είχε τάσεις να μας γνωρίσει με το θέατρο παραλόγου. Το πήρα και αυτό στην συνέχεια και το αγάπησα βεβαίως βεβαίως. Και κάπου εδώ η ενασχόλησή μου με αυτούς τελείωσε, με την έννοια του ότι δεν πολυάκουσα τους επόμενους δίσκους που βγάλανε, που δεν βγάλανε και πολλούς. Κάπου εκεί πέρασε και η μόδα του πειραματικού avant-garde metal-related musik. Και το συγκρότημα για το οποίο μιλάμε ασχολήθηκε όλο και πιο πολύ με ηλεκτρονική ενορχήστρωση και πειραματίστηκε αρκετά - μου άρεσαν αρκετά, αλλά απλώς δεν είχα πλέον την συγκέντρωση να τους προσέχω, όπως έγινε με τα πρώτα δύο άλμπουμ.

το Ρέβελρυ, την πρώτη κόπια που είχα δηλαδή, την είχα δώσει σε μια κοπέλα που την είχα γνωρίσει κάπου στο ίντερνετ. αρκεί να πως όμως ότι πρώτον δεν μου το γύρισε ποτέ, ή, να πω πιο σωστά, ίσως ποτέ να μην το αναζήτησα, ή δεν θυμάμαι κάτι που δεν ήθελα να θυμάμαι - τέλος πάντων για κάποιον λόγο δεν πήρα ποτέ αυτό το cd πίσω, και βρήκα μια άλλη κόπια κάποια στιγμή. και δεύτερον κάποια στιγμή άκουσα από έναν φίλο της που τον πέτυχα τυχαία κάποια στιγμή στο Rock City (και τον ζήλευα κρυφά) ότι τελικά πολύ ωραίο ήταν εκείνο το cd. Γρρρ! Αυτά την περίοδο 2000-2001 νομίζω. πονεμένα νιάτα γαμώτο. θα ήθελα να ξέρω πως ήμουν εκείνη την εποχή, αν ήμουν το ίδιο ούφο που είμαι και τώρα, λιγότερο ή περισσότερο. σίγουρα προσπαθούσα να κάνω πιο πολλά πράγματα και δεν είχα απογοητευτεί τίγκα από την πραγματικότητα, τους ανθρώπους, τον εαυτό μου.

you have never gone this far
you have never let me bleed like this
you have never set my world so ablaze
you have never left me wanting you so much


cold lake

στην ψυχρή λίμνη η ελλάδα εδώ και κάποιες μέρες, έχει κατεβάσει τα πόδια της και πλατσουρίζει ανέμελα στα ήρεμα νερά. (σημείωση: αυτό το έγραφα κάποια στιγμή μέσα στο καλοκαίρι, μπορεί τον Αύγουστο, όταν είχε έρθει μια Αυγουστιάτικη δροσιά που μας αρέσει - και στην συνέχεια κάποια στιγμή έγραφα τα παρακάτω που, φαίνεται, είχα μια διάθεση...)

[μα τα πράγματα δεν ήταν καθόλου ψυχρά, ή τουλάχιστον ψύχραιμα, καθόλου]

σκέφθηκα τι μπορώ να κάνω με τις φωτογραφίες μου, και ενα πράγμα που θα μπορούσα να κάνω (να κάνω) είναι να φτιάξω ένα ιστορικό παπουτσιών που φορούσα ποτέ.

τα παπούτσια αποτελούν ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου όχι επειδή τα αγαπώ ή επειδή έχω πολλά ζευγάρια ή επειδή μου αρέσει να τα αλλάζω, αλλά γιατί κοιτάζω συχνά χάμω και τα βλέπω πολύ συχνά και τα περιεργάζομαι και έχουν αποτυπωθεί στην μνήμη μου.

και σήμερα γράφω τα εξής: ... έχασα το copy-paste. έγραφα για το πόσο πολύ, ακούγοντας ξανά μετά από καιρό το life is life στο ραδιόφωνο, μου θύμιζε εκείνο το "μανά μανά" τραγούδι από το muppet show - με το επεισοδιακό τραγικομικό drum roll (σαν να προερχόταν από το Larry 1 - In the land of lounge lizards - κάπως έτσι δεν λεγόταν; ) - και επίσης πόσο με χάλασε ξαφνικά η φωνή του τύπου που τραγουδάει που την πάει πολύ πολύ ψιλά σχεδόν με το ζόρι και πόνεσε σχεδόν η ψυχή μου. γενικά σήμερα με ενοχλούνε πολλά....

σ.σ. 12/2024 με αφορμή το cold lake σκέφθηκα την ταινία "the weather man" του 2004-5 (κάπου εκεί) με τον νίκολας κέητζ - μου είχε αρέσει αρκετά κάποτε.

γεγονός που

μόλις πέτυχα ένα κομμάτι σελήνης μέσα από μια σχισμή του μπατζουριού, 

γεγονός που συνέπεσε με την ανάγνωση ενός άρθρου του pitchfork για την imogen heap και άκουσμα ενός τραγουδιού (της ή σχεδόν "της") που μιλά για letting go υπέροχα και χορεύει ήρεμα με την κατάσταση μέσα στην ψυχή μου, 

γεγονός που συνέπεσε με την ολοκλήρωση της επανανάγνωσης της dolce vita (κάτι σαν άλφαβήτα ένα πράγμα), 

γεγονός που. 

δεν μ'αρέσει να χορεύω σε ζευγάρι, ούτε είμαι στα χωρίσματα, μου αρέσει όμως να κοιτάζω το φεγγάρι. είναι το μόνο που μας κρατά λίγο έξω από την καθημερινή τρέλα και εξαναγκασμούς της γήινης ζωής. το να σηκώνεις το βλέμμα σου και να βλέπεις το φεγγάρι είναι σαν να παίρνεις μια τζούρα από τσιγάρο, για όσους το απολαμβάνουν λέω.

ακόμα κρατώ την ενοχή που δεν πήγα να χορέψω με μια κοπέλα που με προσκάλεσε σε λευκό χορό στις πρώτες τάξεις γυμνασίου. διαβάζω τώρα κάτι που το ήξερα αλλά ήθελα να επιβεβαιώσω - ο λευκός χορός ανακοινώνεται και είναι ο χορός όπου οι κυρίες μπορούν να καλέσουν σε χορό άντρες, και σε αυτή την περίπτωση η άρνηση αποκλείεται, και ο άντρας πρέπει να δεχτεί με ευγένεια και ευγνωμοσύνη. αχ πόσο πιο ανάλαφρος νιώθω που δεν ζω σε εκείνες τις εποχές που αυτοί οι κανόνες ήταν το παν.

θυμάμαι έντονα κάποια πράγματα τα οποία με έκαναν να ντραπώ πολύ. μπορεί να μην θυμάμαι επακριβώς τι συνέβη, θυμάμαι όμως το συναίσθημα πολύ.


αριστερισμός του πιγκουίνου

ξεκίνησε αρχικά ως ποστ στο φεησμπουκ. εκεί που όταν είναι να κάνεις μια ανάρτηση, σου λέει "what's on your mind, Andrey?" αλλά ξέφυγε λίγο σε μέγεθος και είπα να το βάλω τελικά εδώ.

what's on my mind? βλέπω "αστρονομία" και αντιλαμβάνομαι "αστυνομία" (διαβάζοντας είδηση για τον θάνατο του σιμόπουλου που ήταν αστροφυσικός), βλέπω "αριστερισμός" και αντιλαμβάνομαι "αστρισμός" (από το βιβλίο του Λένιν, εκδόσεις Θεμέλιο, που έδινε κάποτε η Αυγή και ξαναέδωσε το προηγούμενο Σάββατο). δεν πρωτοτυπώ, το ξέρω. σε ένα δικό μου σύμπαν ζω, το ξέρω.

προσπαθώ να δω το dolce vita του φελλίνι σε επεισόδια. αν ήταν χωρισμένη όλη η ταινία σε εικοσάλεπτα επεισόδια, θα είχε 8 επεισόδια. σαν μια σεζόν ένα πράγμα.

ζω δικιά μου ντόλτσε βίτα κι εγώ, σε επεισόδια, όπως αρκετοί και αρκετές, φαντάζομαι. αλλά όχι αρκετές και αρκετοί ώστε να θεωρούμαστε μια κανονικότητα..

σήμερα το βράδυ κατέβηκε μαζί μου στο μετρό ένας τύπος που με κοιτούσε έντονα, απ' αυτούς όμως που τους το συγχορείς εύκολα. θυμάστε τους τρουβαδούρους και jokers στην αυλή του βασιλιά, μπορούσαν να υπερβούν τα κοινωνικά πρέπει, και ήταν οι μόνοι, θαρρώ, που με αυτά που λέγαν δεν τους αποκεφάλιζαν (αμέσως), γιατί ήταν εντός αλλά και πιο πολύ εκτός της κοινωνίας, ζούσαν και ήταν συνδετικός κρίκος με ένα σουρρεάλ παράλληλο σύμπαν.

μου έκανε ένα νόημα δείχνοντας την μπλούζα του και χτύπησε τον εαυτό του στον όμο και χαμογέλασε, έκανα ένα βλέμμα πως τον ακούω αν και δεν πολυκαταλαβαίνω. στην συνέχεια προσπάθησα να σκεφθώ τι θα μπορούσε να εννοεί. φορούσα μια μπλούζα μαρίλλιον. δεν την φοράω επειδή τους ακούω πολύ - μου την έχει φέρει ο φίλος μου ο τάσος από ένα ταξίδι που πήγε για να τους δει κάπου στο εξωτερικό. είναι από την δεύτερη περίοδό τους με τον Hogarth ως τραγουδιστή, μετά τον Fish. και μάλιστα πολύ μεταγενέστερα, γύρω στο 2010.

τελος πάντων, σκεφτόμενος ότι μάλλον δεν τα σκεφτόταν όλα αυτά ο τύπος που μου είπε κάτι για την μπλούζα μου, την κοίταξα για να δω πως την είδε, και αντελήφθη (πως το λένε) πως έχει ένα τεράστιο ασπρο λεκέ από άλατα του ιδρώτα που περικυκλώνει το εξόγκωμα της κοιλιάς μου και κάνει και διάφορα παρακλάδια.

ένιωθα συνάμα περίφανος (γιατί ίδρωσα κάνοντας κάτι), και μόνος (γιατί δεν υπήρχε κανείς να μου το πει μέχρι να μου το πει αυτός ο τύπος που με κοιτούσε έντονα και ήταν στα όρια της παρεξήγησης το γιατί το κάνει) και ξέρωγώ... βασικά τότε έβαλα την τσάντα μου μπροστά να μου κρύβει τους λεκέδες, και όταν ξαναπέρασε ο τύπος μπροστά μου (που με ξανακοιτούσε), του έσμιξα τα φρίδια, όπως έκανε η ηθοποιάρα στο russian doll στο τέλος του, (και είναι η στιγμή που θα την θυμάμαι για πάντα, γιατί έτσι φιλάω ανθρώπους, γιατί είναι ο τελειότερος χαιρετισμός και σιωπιλή αποδοχή και εκτίμηση που μπορώ να σκεφθώ - από μόνος μου χωρίς να θυμάναι να έχω επηρεαστεί από κάτι (εκτός από τις γάτες) - και το έκανε εκείνη..) (δεν το έκανα καλά όμως, δεν επέστρεψα το βλέμμα μου ξανά, τα έσμιξα και κρύφτηκα αμέσως)

η φωτογραφία είναι από την συμβολή Συγγρού με Χαμοστέρνας, κοντά στην Ιντεραμέρικαν και την Πάντειο / το Πάντειον και όσονούπω το Πάνθεον. ("... ΗΜΙΘΕΑ Μ.Α.Ε. («Ημιθέα»), που είναι η ιδιοκτήτρια του νοσοκομείου ΕΡΡΙΚΟΣ ΝΤΥΝΑΝ ..." από την είδηση της συγχώνευσης του Ντυνάν με Euromedica) (μπλέξαμε τα μπούτια μας, σε άλλη μετάφραση - και ας πρόσεχες.. είναι η ροπή των πραγμάτων; )



κάτι ανοκλορήτοτο χωρίς τίτλο από τις 20/02/22

when i see a movie and i know or suspect where it is going, and it is not going to good places, i find it hard to continue watching it, to continue sustaining the agony of suspicion. today's failed attempts to see the movies at full are : "the golden calf" (1968) - a well-known Soviet times satirical witty comedy, in black and white, after the book by the same name, talking about some opportunistic small time crooks having big plans. (it's my second time - this time i went a bit further, pausing now in the sea-side resort of Chernomorsk), and "the talented mr. ripley" which is actually.. i really admire matt damon and the way he plays this role, and the dark self of philip seymour-hoffman's role - and the roles of others - but i don't have the nerve to continue watching it, once i start suspecting where the whole thing is going.

are those with autism preoccupied with eyes? in drawings, in poems? why do they have big eyes in anime

όταν πέθανε ο παππούς μου δεν το πολυκατάλαβα καλά καλά. απλά ένα πρωϊ μου είπε η μητέρα μου πως πέθανε ο παππούς σου από "σκίσιμο καρδιάς" - έτσι είναι η κυριολεκτική μετάφραση, ή ίσως μια εκλαϊκευμένη μεταφορά εκείνου του επιστημονικού όρου του εμφράγματος μυοκαρδίου, όπως μάθαμε να λέγεται όταν μεγαλώσαμε (και αλλάξαμε χώρα διαμονής).


ηλιαχτίδα

δεν ξέρω αν είχα στείλει ποτέ αυτό το ποίημα στον προορισμό του, αν είχα στείλει, ζητώ συγγνώμη για την δημοσίευση. απλά μου έκανε εντύπωση που το βρήκα ξαφνικά μετά από δεκα χρόνια, και αναπώλησα πως κάποτε είχα μια τέτοια έμπνευση και μια τέτοια ελευθερία ας πούμε να την εκφράσω (και αισιοδοξία ίσως..)

κυριακάτικο σεϊκ

μια πιθανή ενδιαφέρουσα ενασχόληση θα μπορούσε να είναι ("πιθανή" και "θα μπορούσε" - λακονικότητα μηδέν! (και μου αρέσει.. (..λέω τώρα)).. (έχει αυτή η δραστηριότητα μια περίεργη αναδραστική χροιά που δεν μπορεί παρά να μου προκαλεί έναν μικρό θαυμασμό). λοιπόν για να μην σας κρατώ σε αγωνία, η δραστηριότητα πάει ως εξής: πιάνω στην τύχη μια πρόταση από ένα ποστ στο μπλογκ μου, και την χρησιμοποιώ όπως είναι σε μηχανή αναζήτησης (ονόματα δεν λέμε - για να μην διαφημίσουμε - αν και τι να διαφημίσουμε - η πλαφόρμα στην οποία διατηρώ αυτό το μπλογκ ανήκει στην εταιρεία που έχει και την μηχανή αναζήτησης και τα δικαιώματα διανομής του λειτουργικού του κινητού από το οποίο θα διαβάζω αυτό το μπλογκ - τέλος πάντων σαν να λέμε πως όλα ανήκουν σε αυτή την εταιρεία της οποίας επιλέγω να μην αναφέρω το όνομα, γιατί... μήπως γιατί το έχω ξεχάσει; ή μήπως επειδή η ίδια εταιρεία κατέχει και το μυαλό μου και το όνομά της για κάποιο λόγο ... αντιστοιχεί σε έννοια που ορισμό δεν χρειάζεται, είναι δηλαδή συνόνυμη με κάτι σαν Θεό)

λοιπόν κάτσε να δω τι λαυράκια ανακάλυψα με το "έξω από το παράθυρο χιονίζει καταρακτοδώς και η πλεοψηφία".. ένα κείμενο του Κώστα Φρυγανιώτη για το Γαλαξίδι που δεν ξέρω κανέναν από τους δύο, ούτε που πέφτουν, γιατί ως γνωστόν επέμεινα να μην μάθω τίποτα απο Ελληνική γεωγραφία από μια ιδιάζουσα άρνηση και καταπίεση της επιθυμίας/αποδοχή της έλλειψης επιθυμίας να ταξιδέψω.\

ένα άρθρο από ειδησεογραφία από μακρινό Φλεβάρη του 2015. και ένα review για την ελληνική μετάφραση του βιβλίου του Μπάρακ Ομπάμα. και κάτι άλλα αποσπάσματα από βιβλία ή απομνημονεύματα. δεν μου φάνηκε τίποτα αρκετά ενδιαφέρον ώστε να στρέψω την προσοχή εκτός της δικιάς μου ενδοσκόπησης και του εσωτερικού μου ειδησεογραφικού γραφείου.

μπήκα λίγο σε κάτι email drafts πρόσφατα, όπου βάζω πράγματα για να θυμάμαι ή που προόριζα για κάπου, σαν πρόχειρο. και δεν ξέρω αν τα χρησιμοποίησα ποτέ - οπότε σκεφτόμουν με το search να βρω αν τα έχω ήδη χρησιμοποιήσει σε μπλογκ, αλλά πάπαλα, δεν φαίνεται να βγάζει καν το μπλογκ μου.

αχ τι κρίμα, παντού περισσεύεις, και τα λοιπά.

ίσως και καλύτερα - αφού έτσι πράγματι μιλάω στον εαυτό μου εδώ μέσα, και πολύ με απασχόλησε το θέμα. τέλος πάντων, σας εξηγώ πως ανακάλυψα την ωραία ενασχόληση που περιέγραψα παραπάνω (τελικά δεν ήταν και ΤΟΣΟ διασκεδαστική)

σας αφήνω στον κόσμο της φαντασίας, με τις φαντασιακές φιλικές συνάψεις και κλικ και τσαφ και το κομμάτι Love Before Romance των The Undertones που το άκουγα σήμερα το απόγευμα, μέσα σε γενικότερο κλίμα φοβερής υποτονικότητας και κυριακάτικης μελαγχολίας. αυτό το κομμάτι δεν μπορεί να μου ξεκολλήσει από το μυαλό πόσο πολύ μου θυμίζει το "Sweet Harmony" των The Beloved. έχουν κάτι παρόμοιο κάπου.



αναμνη #14235

αρχείο txt από το desktop. εκκαθάριση.

θυμάμαι την δασκάλα μας στην ομάδα που μας κρατούσαν μετά το σχολείο μέχρι να μας πάρουν οι γωνείς. την θυμάμαι με αφορμή τις βόλτες που θυμήθηκα πως κάναμε σε παρακείμενη παιδική χαρά

θυμάμαι αυτές τις βόλτες γιατί μια φορά είχα πέσει με τα μούτρα από γλίτριμα σε ενα λοφίσκο, απ' αυτά που φτιάχναμε με πάγο για να κάνουμε τσουλίθρες, και είχα χτυπήσει πολύ το κάτω χείλος μου, είχε πριστεί, είχε ματώσει, - μετά από μέρες είχε μαυρίσει κιόλας - και με είχαν στείλει για να γυρίσω στο σχολείο, και όταν γύρισε η υπόλοιπη ομάδα, αρνιόμουν πεισματικά να δειξω την πληγή μου σε όσους το ζητούσαν, εκτός από ένα άτομο στο οποίο την έδειξα, και ήταν η κοπέλα που ήμουν ερωτευμένος ας πούμε.

για κάποιο λόγο νομίζω πως θυμήθηκα τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά αυτής της δασκάλας. θυμήθηκα την διάταξη της παιδικής χαράς - ήταν πλαϊ σε ένα κτήριο που ήταν σαν πτέρυγα πανεπιστημιακής σχολής - σαν μια αυλή τεράστια όπου όμως δεν πηγαινοερχόντουσαν άνθρωποι, δηλ. δεν ήταν αυλή πολυκατοικίας.

μαζεύαμε διάφορα σκουπίδια εκειπέρα, αλητεύαμε, θυμάμαι για κάποιο λόγο σπασμένες λάμπες και τσιγάρα - α, νομίζω μια φορά είχαμε βρει λεφτά σε πακέτο από τσιγάρα, και τα είχαμε παραδώσει στην δασκάλα, και μετά μετανιώναμε γι' αυτό και νομίζω ήταν μια ολόκληρη συζήτηση.

ο ήχος τ'αεροπλάνου να με πνίγει
οι γάτες και τα σκυλιά να μου φωνάζουν
απέραντες γιγάντιες αφίσες
πολιτικών που έκαναν πιλάτες

αποφλυωμένα σπίρτα να τσιρίζουν
βουνοκορφές και γκρεμισμένα σπίτια
απίστευτες και έγκυρες οι ώρες
του σταματιμού και άδοξης μελέτης

αρχείο txt άλλο. τέλη οκτ. 2020. σε ένα όνειρο μιας στιγμής φαντάστηκα, ή μάλλον, αισθάνθηκα πως είναι να με κάνουν select - όπως - για να με κάνουν copy-paste. μια λεπτή επιφάνεια, σαν μεζούρα έτοιμη να μετρήσει το δυσδιάστατό μου εγώ, να με διαπερνά απο πάνω ως κάτω διαβάζοντας ότι είμαι και ότι δεν γνωρίζω πως είμαι, τάζοντας την ύπαρξή μου όλη σε έναν αόρατο παντοδύναμο Χρήστη που με δύο κλικ θα με στείλει εκεί όπου η ύπαρξή μου θα είναι απαραίτητη

όνειρο δεκεμβριστών

διάβαζα λίγο για τον Ντοστογέβσκιϊ (με αφορμή ότι τον αναφέρει πρώτο σε μια ανθολογία κειμένων των επιφανών υπαρξιστών - όχι δεν είμαι ότι διαβάζω φιλοσοφία συνήθως αλλά επί χρόνια κάνω μια επίμονη προσπάθεια κάποια στιγμή να διαβάσω και να ολοκληρώσω έστω κάτι - δεν το έχω καταφέρει ποτέ, ούτε τώρα ελπίζω ότι θα τα καταφέρω) - και για την ιστορική καταδίκη του ως μέλος μιας επαναστατικής ομάδας στην Τσαρική Ρωσία του 19ου αιώνα - αποτέλεσμα της οποίας ήταν να περάσει 8 μήνες σε φρούριο Πετροπάβλοβσκαγια της Αγίας Πετρούπολης

(οκ, άντε πάλι μια άλλη δυσκολία της μετάφρασης - το παραπάνω φρούριο κανονικά μάλλον μεταφράζεται σαν Πέτρου και Παύλου - και είναι το κεντρικό σημείο της Αγίας Πετρούπολης, το οποίο δεν άσκησε ποτέ (ακόμα) τον οχυρωτικό (edit: ΟΚ, είχα γράψει αχυρωτικό - το αφήνω εδώ σαν σχόλιο για να έχουμε κάτι να γελάμε) του ρόλο ένανι εξωτερικού εχρθού - είχε όμως για πολλές δεκαετίες - δύο αιώνες βασικά - τον οχυρωτικό ρόλο απέναντι στον εσωτερικό εχθρό καθώς αποτέλεσε φυλακές ιδίως για πολιτικούς κρατούμενους - όπως τους Δεκεμβριστές (οργάνωναν και πραγματοποίησαν αποτυχημένη προσπάθεια επανάστασης ενάντια στο φεουδαρχικό/βασιλικό καθεστώς;), οι μετέχοντες στις συναντήσεις στην ομάδα του Πετρασέβσκιϊ (εξ αυτών ο Ντοστογιέβσκιϊ) κ.α.

επίσης ένα τραγικό γεγονός με την ομάδα όπου συμμετείχε ο Ντοστογιέβσκιϊ είναι ότι αρχικά τους υπέβαλαν θανατική ποινή (για διάδωση επαναστατικών ιδεών, και κυρίως για μη αναφορά των συναντήσεών τους στις Αρχές) - η οποία στην συνέχεια μετατράπηκε σε εξορία και καταναγκαστική εργασία - την αλλαγή αυτή όμως δεν τους την είπαν - και σκηνοθέτησαν την εκτέλεσή τους μέχρι που ήταν οι στρατιώτες με το δάχτυλο στη σκανδάλη, και τότε ακούστηκε το "Άκυρο" και τους ανακοίνωσαν την πραγματική καταδίκη. Ο ένας εξ αυτών σαν αποτέλεσμα τρελάθηκε. Ο άλλος εξ αυτών ήταν ο Ντοστογιέβσκιϊ.. - τους Δεκεμβριστές τους είχαν εκτελέσει κανονικά. Και άλλους πολλούς, φαντάζομαι. (καλά είναι και η απάντηση σε όσους μιλάνε για Σοβιετική καταπίεση - την οποία ασφαλώς δεν την αμφισβητώ - όμως η καταπίεση υπήρχε από παλιά - και φυσικά όχι μόνο στην Ρωσία ή ΕΣΣΔ)

τέλος πάντων δεν ξέρω όλες αυτές τις λεπτομέρειες οπότε μπορώ να λέω κάτι με λάθος τρόπο - τα βασικά κάπως έτσι πάνε.. και με αφορμή το παραπάνω φρούριο θυμήθηκα το τραγούδι του Αλεξάντερ Ροζενμπάουμ, ενός πολύ γνωστού τραγουδοποιού / τρουβαδούρου των καιρών της Σοβιετικής Ένωσης - έχει την έδρα Αγία Πετρούπολη, και το κανονικό του επάγγελμα είναι γιατρός της Άμεσης Βοήθειας, τον έχω προλάβει σε καλή περίοδο και εγώ, είχαμε το βινύλιο με αυτό το τραγούδι στο σπίτι όταν ήμουν μικρός, και την τελευταία φορά που πήγα στην Ρωσία, βρήκα αυτό το βινύλιο σε διπλή κόπια στον πατέρα μου, και του ζήτησα να του πάρω την μια, οπότε τώρα το έχω κι εγώ εδώ στην Ελλάδα.
επίσης ένα τραγούδι του ήταν μέσα στο κλασσικό ρεπερτόριο τραγουδιών που εκτελούσε η μητέρα μου όσο ζούσαμε στην Ρωσία - και εννοείται πως το ξέρω, και είναι από τα αγαπημένα μου (λέγεται "τσαμπιά σουρβιάς"... ίσως να έχω ήδη γράψει γι' αυτό σε αυτό το μπλόγκ)

και τέλος πάντων αυτό το τραγούδι το παραθέτω παρακάτω, και επίσης κάνω μια αυτοσχέδια μετάφραση (λοιπόν το ρωσο-ελληνικό λεξικό έχει γίνει ο καλύτερος φίλος μου σήμερα..)
 
ήθελα να το μεταφράσω γιατί βρήκα παραλληλίες με τον πόνο που νιώθουν αρκετοί άνθρωποι σε όποια Πατρίδα και να βρίσκονται για τις παρελθούσες και παρούσες καταπιέσεις και αδικίες που βιώνουν από την πολιτική και κοινωνική ηγεσία/πλεοψηφία - και βρίσκω μια δόση ειρωνείας και οξύμωρου στοιχείου σε αυτό το συνδιασμό αγάπης και μίσους - ή αν θέλετε, αγάπης και παραπόνου - σε αναφορές τέτοιου είδους στην λέξη Πατρίδα.

γενικά παλιά είχα μια άρνηση για την λέξη Πατρίδα - γιατί ίσως είχα βρεθεί σε μια κατάσταση όπου δεν ήξερα που ανήκω. νομίζω πως και τώρα είμαι σε αυτή την κατάσταση. εδώ άλλοι άνθρωποι είναι σε αυτή την κατάσταση παραμένοντας σε μια χώρα. οπότε εύκολη επιλογή για μένα. τώρα βρίσκω απλώς αρκετά στοιχεία όμορφα στους τόπους που συνήθισα. παραμένω όμως λίγο αρνητικός για την λέξη Πατρίδα. ίσως στους παρακάτω στίχους με βρίσκει ασυνείδητα και διαισθητικά σύμφωνο ο συγκεκριμένος τραγουδοποιός, όταν προφέρει αυτή την λέξη με αυτό το παράπονο, ειρωνία (ίσως - δικό μου αυτί) και αγάπη.


Όνειρο Δεκεμβριστών

ξύπνησα χθες
οχι σε άδειο διαμέρισμα
γλυκό όνειρο αποδείχθηκε πολύ σύντομο
χειμωνιάτικος αέρας σφύριζε πίσω από γεμάτο υγρασία τοίχωμα
του προμαχώνα Αλεξέεβσκιϊ

τα βήματα των φυλάκων με δυνατούς απόηχους μεσ'στην νύχτα
μου τραγουδούσαν ενα πολύ στενάχορο τραγούδι
και τρεμόπαιζε το φως ενός μοναχικού κεριού
πάνω σε ανοιχτούς γ...
... σε ανοιχτά πλευρά των στρατιωτικών παλτό ..
σ.σ. τα οποία ο ποιητής τα λέει "φτερά"

σ.σ. ... και πάει η μετάφραση ...
σ.σ. δεν μπορώ.

σ.σ. για να ολοκληρώσω όμως τουλάχιστον κάτι. το ρεφραίν πάει:

με λευκή χιονοθύελλα, με άρβυλα πάνω στην μούρη μας.
τι έκανες μαζί με όλους εμάς, Πατρίδα;
μήπως δεν βλέπεις; κι όμως μου φαίνεται πως δεν είσαι τυφλή.
Πατρίδα, Πατρίδα, Πατρίδα, Πατρίδα ...

σ.σ. την βοήθεια του λεξικού ζητάω.. έχω!

και μπήγοντας σε ξακουστό μάρμαρο της Νεβά
το ζεστό μέτωπο, ξέσπασε βήχοντας με κραυγές:
"πόσοι δικοί μας σταυροί στέκονται σε μήκη και πλάτη της Ρωσίας,
 και πόσοι τάφοι μένουν ξεχασμένοι;"

[ρεφραίν]

ο ήχους της τυμπανοκρουσίας, και οι στρατιώτες μου
πάνω στην πλατεία άρχισαν να κουδουνίζουν με τις λόγχες τους
πνυγμένος μέσα σε θηλιά, κόπηκε βίαια το μοτίβο..
και έμεινε μόνο η αιωνία μνήμη ...

[ρεφραίν]

μανώλης

Ο Μανώλης, Μάνος ή επίσημα Εμμανουήλ Κοντός υπήρξε πρακτικά ο πατριός μου, καθώς την περίοδο από τα τέλη του 1994 έως κάπου το 2003 ήταν άντρας της μητέρας μου, και ο άνθρωπος χάρη στον οποίο φτάσαμε στην Ελλάδα (από τα βάθη της Ασίας, συγκεκριμένα την Νότιο-δυτική Σιβηρία) και με τον οποίον ζήσαμε κάμποσα χρόνια μαζί.

Απεβίωσε ξαφνικά το βράδυ της Πέμπτης, 05/12/2019, λίγο πριν φτάσουν τα γενέθλιά του που θα ήταν στις 06/12/2019. Θα έκλεινε τα 74 χρόνια ζωής, γεννηθείς το 1945, που τον κάνει σύγχρονο με όλους τους ροκ δεινόσαυρους που ξέρω (οι Beatles και οι Pink Floyd και οι Rolling Stones ήταν απ' ότι φαίνεται όλοι γεννηθέντες την περίοδο '40-'43).

Με την μητέρα μου παντρεύτηκαν το φθινόπωρο του 1994, και με έφερε (δεν με γέννησε, ήμουν ήδη γεννημένος, κοτζάμ 13 χρονών) κι εμένα η μητέρα μου λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους, στην Αθήνα όπου για πρώτες μέρες όλα μου φαινόντουσαν κυριολεκτικά παραμυθένια. Ο Μάνος τότε ήταν 49 χρονών και η μητέρα μου 34 (μου φαίνεται απίστευτο, εγώ αυτή την στιγμή κοντεύω στα 39).


Για μένα και την μητέρα μου ήταν πάντα Μάνος στο όνομα. Του άρεσε, προφανώς στις εργένικες περιόδους του (αλλά πιθανώς να ίσχυε πάντα) να αυτοπαρουσιάζεται, σαρκάζοντας, με την φράση “Μάνος, μόνος, και μονός” και να σκάει στο γέλιο, εννοώντας ότι το λέει για πλάκα. Όταν έβλεπε παιδιά, του άρεσε πάρα πολύ να παίζει μαζί τους. Με μεγαλύτερους έπαιζε ποδόσφαιρο. Στους μικρότερους έδειχνε ένα μοναδικό κόλπο – μπορεί να ήξερε και άλλα, αλλά εγώ μόνο αυτό θυμάμαι να κάνει – όταν κάπνιζε είχε μαζί του τον αναπτήρα – έδειχνε να τον εξαφανίζει, ή να τον πετάει στον αέρα, ενώ τον κρατούσε ανάμεσα στα πόδια κάπως – και μετά τον εμφάνιζε.



Ο Μάνος είχε γεννηθεί στο Λεωνίδιο, είχε μια αδελφή την Φωτούλα και έναν αδελφό τον Τάκη. Τους είχε χάσει και τους δύο πριν από αρκετά χρόνια, και είχε μείνει μόνος. Του άρεσε πολύ το ποδόσφαιρο. Ήταν Παναθηναϊκός όσο τον ήξερα – αλλά παρακολουθούσε όλες τις ομάδες και του άρεσε το δίκαιο και η προσπάθεια. Όταν τον επισκεπτόμουν τελευταία, που πολλές φορές έπεφτε στο Σάββατο ή Κυριακή, πάντα μου είχε έτοιμο φαγητό, με έβαζε να τρώω, καθώς είχε ανοιχτή μια τηλεόραση, και ανοιχτό το ραδιόφωνο, και έβλεπε και άκουγε ανταποκρίσεις από αγώνες – μερικέ φορές βλέπαμε ματς μαζί – εγώ δεν ήμουν ποτέ του ποδοσφαίρου ή του μπάσκετ, αλλά με τον Μάνο μου άρεσε να κάθομαι και να τα βλέπω. Αν δηλαδή κάθομαι μερικές φορές και βλέπω ματς με φίλους, το οφείλω και αυτό στον Μάνο. 


Τον είχαν στείλει από μικρό στο Πολεμικό Ναυτικό, όπου πέρασε όλη την ζωή του ως ηλεκτρονικός σε υποβρύχια. Αποστρατεύτηκε νωρίς, και έκτοτε δεν ασχολήθηκε με κάτι σταθερό. Επί δικτατορίας παρακολουθούσε το ΠΑΚ, και από τότε ήταν ως μέλος (απ΄ όσο γνωρίζω) με τον Ανδρέα Παπανδρέου, μέχρι που έφυγε – έφυγε και ο Μάνος από το ΠΑΣΟΚ και εντάχθηκε στο ΔΗΚΚΙ επί Τσοβόλα, και με το μετά-Τσοβόλα ΔΗΚΚΙ στο ΣΥΡΙΖΑ. Του άρεσε η πολιτική, αν και προσωπικά κάποιες φορές τον έβρισκα πιο παθιασμένο από εμπεριστατωμένο – λόγω της δικιάς μου ιδιοσυγκρασίας ίσως. Προσπαθούσε να ήταν πάντα δίκαιος, και τα βρίσκαμε στις συζητήσεις. Μου άρεσε να ακούω την άποψή του. 


Γενικώς ήταν επιρρεπής σε ιστορίες του παρελθόντος που πάντα σκεφτόσουν ότι πιθανώς να μην έχουν συμβεί, ή να έχουν συμβεί σε κάποια άλλη εκδοχή και την έχει διασκευάσει ελαφρώς. Όταν μας ρωτούσαν στο νοσοκομείο αν είχε παιδιά δικά του, απαντήσαμε ότι δεν έχει παιδιά “που να γνωρίζουμε”. Αυτό που ισχύει είναι ότι ο Μάνος ήταν πάντα περιπετειώδης και ρομαντικός με το αντίθετο φύλο. Και αν τα ποιήματα που έλεγε και αφιέρωνε στις γυναίκες που αγαπούσε δεν ήταν δικά του, τα έλεγε οπωσδήποτε με πάθος και τα αισθανόταν. Του άρεσε πολύ να τραγουδάει σε παρέα και να ψέλνει στις εκκλησίες. Του άρεσε το “Ότσι Τσέρνιε” που το εκτελούσε η μητέρα μου στην κιθάρα και φωνή. Δεν τον είχα ρωτήσει ποτέ ποιο είναι το αγαπημένο του τραγούδι. Μου είχε δώσει κάποτε τα μερικά βινύλια που είχε, και ήταν η συνηθισμένη συλλογή που υπήρχε σε πολλά ελληνικά σπίτια που είχαν προλάβει την εποχή του βινυλίου – δημοφιλείς συλλογές του Θεοδωράκη / Χατζιδάκη, ο Αη Λαός της Σωτηρίας Μπέλλου, disco συλλογή των Temptations, το Ladies' Night των Kool And The Gang, και ένας κλασσικός live διπλός δίσκος του Neil Diamond.

Γύρω στον Σεπτέμβριο του 1994, λίγο αφότου γνωρίσει την μητέρα μου δηλαδή (η μητέρα μου είχε πάει για τουρισμό στην Ελλάδα εκείνο το καλοκαίρι, για πρώτη φορά έξω από την πρώην ΕΣΣΔ), μας επισκέφθηκε στην Ρωσία, στο Τόμσκ. Ήταν η απόδειξη του ότι αυτά που έλεγε τα εννοούσε. Όταν ήρθε στο σπίτι μαζί με την μητέρα μου και τους άνοιξα την διπλή μας πόρτα, ο Μάνος ήταν με μια Polaroid κάμερα έτοιμος να με βγάλει φωτογραφία. Προφανώς ίσως να φανταζόταν λανθασμένα ότι θα μας έκανε πολύ εντύπωση μια τέτοια κάμερα – μα και η Δύση σύσσωμη κάποια τέτοια εντύπωση θα είχε.

Όταν είχε γυρίσει η μητέρα μου εκείνο το καλοκαίρι, μου είχε δώσει μια κασσέτα που είχε στείλει ο Μάνος σε μένα. Είχε ηχογραφημένες εκπομπές από ραδιόφωνο, με τραγούδια όπως το “All That She Wants” των Ace Of Base, επιτυχίες εποχής, αναμεμειγμένες με μελή αντρική φωνή ραδιοφωνικού παραγωγού που έλεγε χαμογελαστά και ξεκούραστα πράγματα που δεν καταλάβαινα. Αδιάφορο, καθώς όλα αυτά τα ακούγαμε και στην πόλη μου από μεγάφωνα μεγάλων καταστημάτων και διαφημίσεις στην τηλεόραση που ήδη είχαν ξεφυτρώσει σαν μανιτάρια έτοιμα για κατανάλωση από διψασμένους για αστραφτερά, εξωτικά, αμερικάνικα προϊόντα ανθρώπους.


Το αστείο και γλυκό της πρώτης μας συνάντησης λοιπόν είναι ότι η Polaroid που κρατούσε αρνήθηκε να βγάλει φωτογραφία. Στην αμηχανία της στιγμής ο Μάνος πατούσε και πατούσε το κουμπί, την γυρνούσε έτσι και αλλιώς, μα φωτογραφία δεν κατάφερε να βγάλει – ούτε να με χαιρετίσει καλά καλά. Τις επόμενες μέρες δούλεψε, ίσως να την έφτιαξε κάπως, ή να την είχε πειράξει το αφιλόξενο κλίμα. Στις μέρες που ακολούθησαν δεν θυμάμαι πως περνούσαμε, εκτός από δύο πράγματα – το ένα επειδή έμεινε σε φωτογραφία – η βόλτα που έκαναν με την μητέρα μου στο ξακουστό Βοτανικό Κήπο της πόλης μου (στο οποίο τελικά ούτε ο ίδιος ακόμα δεν έχω πάει), και μια βόλτα που έκανα με τον Μάνο, ως γνωρίζων την περιοχή, μέχρι την τοπική λαϊκή αγορά. Εκείνη την βόλτα την θυμάμαι ακόμα γιατί ήμουν υπερβολικά προστατευτικός με τον Μάνο, και στην λαϊκή, εκεί που πήγε να πάρει το μπουκάλι με πορτοκαλάδα (ναι πουλούσαν 1.5λιτρα πλαστικά μπουκάλια πορτοκαλάδας στην λαϊκή, δεν είχαμε σουπερμάρκετ τότε) πριν το πληρώσει, του έπιασα εσπευσμένα το χέρι και του ζήτησα να το ακουμπήσει πίσω, γιατί πρώτα πρέπει να πληρώσει και μετά να το πάρει (αλλιώς θα μας έκαναν κακό, ίσως;) - και αυτός ή αυτή πίσω από τον πάγκο με σταμάτησε και τον άφησε να το πάρει, χαλαρά. Από τότε μάλλον προσπαθούσα να μην το παίζω αυθεντία πουθενά. Το πρώτο μάθημα που μου δίδαξε ο Μάνος αθελά του; Η αλήθεια είναι ότι αυτά που έμαθα από τον Μάνο τα έμαθα σε δύσκολες συνθήκες, και δεν ήταν αυτά που μου έλεγε με τα λόγια (και από αυτά προσπαθούσε να πει πολλά). Μου είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσω ποια είναι αυτά. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι αυτό που είμαι τώρα κατά ένα μεγάλο μέρος έχει σμιλευτεί και από τον Μάνο. Πάντα μου έλεγε – στα τελευταία χρόνια, ότι εμείς οι δύο μοιάζουμε γιατί είμαστε και οι δύο ευαίσθητοι. Με προέτρεπε πάντα να κοινωνικοποιούμαι – όχι πάντα με τον καλύτερο τρόπο γινόταν αυτή η προτροπή. Αυτά βέβαια πριν συνειδητοποιήσει ότι του πήγαινα πιο πολύ κόντρα έτσι. 


Όταν ήρθα στην Αθήνα μας πήρε από το αεροδρόμιο με το αμάξι – είχε ένα BMW κλασσικό γκρι τότε. Το αεροδρόμιο ήταν τότε στο Ελληνικό, και μέχρι να φτάσουμε στην Πεύκη, εγώ κοιτούσα έχω από το παράθυρα στις φωτεινές πινακίδες των καταστημάτων. Ήταν όλα πολύ φωτεινά και λίγο σαν ένα όνειρο. Όταν μπήκαμε στο διαμέρισμα, και ενώ ξεντυνόμουν, ο Μάνος πήγε στο ψυγείο, και από το ψυγείο μου λέει “Πιάσ' το” και μου πετάει ένα πορτοκάλι. Έκανε πολλά τέτοια που κατά την γνώμη του ήταν ότι πιο φυσικό να κάνει. Δεν ήταν πολλές φορές κατανοητά από μένα, αλλά προσπαθούσα να καταλαβαίνω. Το έπιασα μάλλον το πορτοκάλι, δεν θυμάμαι αν το έφαγα. Τότε ακόμα κάπνιζε, και με έστελνε μερικές φορές να αγοράσω τα GR lights του από το περίπτερο. Μας έδειχνε ωστόσο, σε μένα, και τα ανίψια του, ότι κάνει κακό το τσιγάρο, και θέλει να το ελαττώσει και να το κόψει – με άλλον δικό του τρόπο – έφτυνε λίγο φλέγμα στο νύχι του μεγάλου του δαχτύλου, και μας το έδειχνε που είχε χρώμα καφετί. Μάλλον δεν είχε αποτέλεσμα – καπνίζουμε όλοι. Εκείνος όμως με τον τρόπο του προσπάθησε. Για πολλά χρόνια το είχε κόψει τελειωτικά – ίσως 15 χρόνια.

Όπως συμβαίνει με κάθε άνθρωπο, είχε πολλά στοιχεία και πτυχές που με ενοχλούσαν, ιδίως όταν συγκατοικούσαμε. Δεδομένου και των συνθηκών τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα. Εγώ είχα πατέρα στην Ρωσία, τον οποίον τον αγαπούσα και αγαπώ, και με τον οποίον είχαμε πάντα καλή σχέση, παρ' όλο που οι γονείς μου ήταν χωρισμένοι από όταν ήμουν 5 χρονών και ο πατέρας μου είχε νέα οικογένεια. Ο Μάνος προσπαθούσε να έχει καλή σχέση με μένα, αλλά δεν είναι κάτι που μπορεί να φτιαχτεί μέσα σε μια περίοδο μερικών μηνών. Η σχέση του με την μητέρα μου πάντα έβρισκε σαν υπαρκτό και πολύ σοβαρό παράγοντα το παιδί της. Ενδεχομένως να είχαν πλάνα να κάνει δεύτερο παιδί η μητέρα μου. Για διάφορους λόγους δεν έγιναν πραγματικότητα, κάτι που νομίζω δυσκόλεψε την σχέση τους ακόμα πιο πολύ. Την σχέση του Μάνου με μας, βασικά, γιατί συχνά όταν τσακωνόμασταν, τσακωνόμασταν μαζί – και οι τρεις παρόντες, ή οι δύο μεταξύ τους και τρίτος ακούγοντας και κρίνοντας πίσω από τοίχο ή πόρτα. Από ένα σημείο και μετά ο Μάνος μας αποκαλούσε αχάριστους, και είναι αυτή η λέξη που είχε μείνει βαθιά χαρακωμένη στο μυαλό μου, ιδίως τότε, γιατί εκείνος αισθανόταν πληγωμένος για διάφορους λόγους και πίσω από την επιθετικότητα που αισθανόμουν σαν απάντηση, ίσως να ένιωθα ότι φταίω κι εγώ. Έχω ψάξει και έχω βρει κάποιες φωτογραφίες από οικογενειακά άλμπουμ, και ότι βρήκα σε ψηφιακή μορφή – οι φωτογραφίες πάντα έχουν τον Μάνο χαμογελαστό, αλλά περνούσε πολλές φορές δύσκολα, και με μας, και μετά από εμάς.


Εγώ έφυγα από το σπίτι γύρω στο 2003, φοιτητής σε ΤΕΙ και έχοντας βρει δουλειά – μετά από λίγο έφυγε και η μητέρα μου και έκαναν τα χαρτιά για διαζύγιο. Εκείνη την περίοδο ο Μάνος είχε ξεκινήσει να έχει προβλήματα υγείας. Έκανε αφαίρεση προστάτη που είχε όγκο. Η εγχείριση, ενώ επιτυχής, του δημιούργησε ουλές και στένωση στην ουρήθρα, και τον ανάγκασε να κυκλοφορεί την υπόλοιπη ζωή του με καθετήρα. Πέρασε κάποια χρόνια προσπαθώντας μέσω άλλων εγχειρήσεων να διορθώσει την στένωση, αλλά μάταια, οπότε το πήρε απόφαση και ήταν με τον καθετήρα – είχε γίνει τόσο επιδέξιος με αυτό που δεν καταλάβαινες ότι το έχει. Ιδίως τα πρώτα χρόνια μετά την εγχείριση θα ήταν δύσκολα πολύ γι' αυτόν, γιατί συν τοις άλλοις τον αφήσαμε και εμείς. Είχαμε επαφή, αλλά λίγη. Μετά από κάποια χρόνια ξαναπροσεγγίσαμε ο ένας τον άλλον. Τον τελευταίο καιρό είχαμε σταθερή τηλεφωνική επικοινωνία, και συναντιόμασταν κατά μέσο όρο μια φορά τον μήνα που τον επισκεπτόμουν στην Πεύκη. Το σπίτι του, από τότε που χώρισε γινόταν όλο και πιο χαοτικό, καθώς μάζευε διάφορα μικρά πραγματάκια, ρολόγια, τηλεοράσεις, κασσετόφωνα – κάποια τα έφτιαχνε, κάποια τα παρατούσε. Ήταν από τα ενδιαφέροντά του – και το χρηματιστήριο που ασχολιόταν παλιά, και όλο και λιγότερο τελευταία.

Γενικά τα τελευταία τουλάχιστον 10 χρόνια είχε αλλάξει, ήταν λίγο πιο ήρεμος, και γενικώς με την μητέρα μου είχαν καλή σχέση, δεν μιλούσε με κακά λόγια ούτε κρατούσε κακία. Πάντα ρωτούσε τι κάνει, μιλάγανε στο τηλέφωνο σε καμία γιορτή. Από μένα αν τύχαινε να ζητήσει κάποια βοήθεια, το έλεγε πάντα πάρα πολύ ευγενικά, και ποτέ δεν πίεζε – αν με καλούσε σπίτι πάντα ήλπιζε ότι θα ερχόμουν αν μπορούσα και αν περνούσα κι εγώ καλά μαζί του. Ήταν ο μόνος λόγος να περνάω ακόμα από τα Βόρεια Προάστεια, από την Πεύκη και Μαρούσι στα οποία πέρασα την εφηβεία μου, και μου άρεσε και η βόλτα που πια σπάνια θα την κάνω. Ζούσε πολύ τίμια, νομίζω, και τα προβλήματα υγείας του τα αντιμετώπιζε κυρίως μόνος του. Δεν ξέραμε τι φάρμακα παίρνει. Αρκετές φορές τελευταία είχε αϋπνίες και έβλεπε μέχρι αργά την τηλεόραση, αλλά δεν δίναμε σημασία – συνέβαινε από παλιά.

Το βράδυ της Πέμπτης πήγε σε μια πολιτική συγκέντρωση, για την οποία είχε ετοιμάσει μια ομιλία. Μας μετέφεραν ότι είπε την πρώτη φράση της ομιλίας, στην συνέχεια ζήτησε συγγνώμη καθώς δεν αισθανόταν καλά. Προσπάθησε να πιει λίγο νερό και κατέρρευσε. Ήταν σαν λιποθυμικό επεισόδιο, έτρεξαν να τον βοηθήσουν, από το κινητό του άρχισαν να παίρνουν τηλέφωνο – δεν ξέρω αν είχε τις αισθήσεις του εκείνη την στιγμή. Μου είπαν ότι είχε. Δεν μας βρήκαν, ούτε εμένα, ούτε τα ανίψια του εκείνο το βράδυ. Βρήκα την κλήση από τον αριθμό του αργά το βράδυ και δεν έδωσα σημασία, καθώς θα μιλάγαμε την επόμενη μέρα, στα γενέθλιά του. Τελικά βρήκαν τον φίλο του, τον ρωτούσαν τι φάρμακο να του δώσουν – δεν ήξερε – δεν νομίζω κιόλας να σωζόταν η κατάσταση με κάποιο φάρμακο. Το ΕΚΑΒ δεν ξέρω αν τον βρήκε ήδη νεκρό – διαβάσαμε στην αναφορά ότι του κάνανε κάρπα αλλά δεν βοήθησε, και στο Σισμανόγλειο έφτασε ήδη νεκρός. Με βρήκαν το επόμενο πρωϊ, ψάχνοντας στην δουλειά μου, επειδή θυμόταν η Ματίνα, φίλη και συγγενής του, που δούλευα, ευτυχώς υπήρχε αυτό το στοιχείο. Παρεξηγήθηκαν λίγο νομίζω, καθώς στην είδηση, την οποία δεν μπορούσα να πιστέψω, είπα ασυνείδητα “πλάκα μου κάνετε;”. Το μόνο που με παρηγορεί είναι ότι πέθανε ανάμεσα σε κόσμο, σε φίλους, εκφραζόμενος κάτι. Πιστεύω ότι ήταν ο καλύτερος τρόπος, αν ήταν να φύγει, να φύγει έτσι. Ελπίζω να μην ένιωθε απογοήτευση εκείνη την στιγμή.

Η κηδεία του Μάνου έγινε την Τετάρτη, 11/12/2019, στο Νεκροταφείο Ζωγράφου.


Μάνο, αντίο.

ζεν

που λέτε και στην ρωσία ή και πρώιν ΕΣΣΔ δεν ήταν πρωτοτυπία να κυκλοφορούν ανέκδοτα για διάφορες μειωνότητες που υπήρχαν και υπάρχουν... εκεί κάπου. ενα απο αυτά τα πραγματάκια που ειναι βαθιά ριζωμένα στο συλλογικό υποσυνείδητο όσων προέρχονται απο εκεί είναι τα ανέκδοτα για τους Τσούκτσια, λαό που μένει βόρεια πολύ και αναγκαστικά λόγω συνθηκών άργησε να προσαρμωστεί στην νέα τάξη των πραγμάτων, και δυσκολεύεται ακόμα, και ίσως ξέρει κάτι παραπάνω για να το κάνει κιόλας, εδώ που τα λέμε.

μου την είχε σπάσει πριν απο μερικές εβδομάδες ενας γείτονας γιατί μας είδε να μπαίνουμε στην πολυκατοικία (εγώ και η μάνα μου) ενώ ήταν ήδη αρκετά σκοτεινά έξω, και δεν ανάψαμε το φως της εισόδου. μας ρώτησε διακριτικά αν μένουμε εδώ (αχ πόσο με αναστατώνει αυτή η διακριτική ευγένεια) - και αφού του είπαμε ναι - μας είπε πολύ ευγενικά - μα το φως δεν το βλέπετε, γιατί δεν το ανάβετε; - δεν θυμάμαι τι του απάντησα - τέλος πάντων δεν βρήκα τον λόγο να το ανάψω. εδώ το είχα όμως να του πω πως...

αλλά προτρέχω στα γεγονότα. να σας εξηγήσω λοιπόν κάτι. εγώ το φως δεν ανάβω. αλλά όταν μπαίνω το βράδυ και είναι όλα τα φώτα στο διάδρομο ανοιχτά λες και είναι μέρα, πάντα κλείνω τα μισά. για λόγους οικονομίας και εργονομικότητας. γι' αυτό εδώ είχα να του πω οτι εγώ δεν ανάβω τα φώτα, εγώ ξέρω μόνο να τα σβήνω.

και εδώ κολλάει το σοβιετικό ανέκδοτο - πείτε το και ρατσιστικό - αλλά έχω την... μια μικρή πρόθεση να το υπερασπιστώ και ως λίγο αγαπησιάρικο - με μια σχέση και με την εδώ παράδοση του Καραγκιώζη - ξέρω ότι αντικειμενικά μπορεί να ισχύουν άλλα πράγματα όμως. και το πράγμα πάει περίπου ως εξής - όταν κάποιος ζήτησε έναν εκ των Τσιούκτσια να διαβάσει ένα γράμμα που ήρθε προς αυτόν - σε κάποια χιονισμένη περιφέρεια - και εκείνος δεν ήξερε να το διαβάσει - απάντησε πολύ λακωνικά και έξυπνα - και με μια ζεν ηρεμία και σοφία που κάπως είναι ταιριαστή σε εκείνους τους λαούς - πως ο Τσιούκτσια δεν είναι διαβαστής. - ο Τσιούκτσια είναι συγγραφέας.

έτσι και εγώ είμαι σβηστής των φώτων. θα ήθελα, για την ακρίβεια, ίσως, να κατείχα μια ανάλογη σοφία. ή να ήμουν το ίδιο zen και να έβρισκα την υπομονή να αντιμετωπίζω ήρεμα και στοϊκά κάθε ενδεχόμενο άνθρωπο (ή έθνος) που αισθανόταν (ενα συχνό φαινόμενο) πως είναι αρκετά ικανός και ανώτερος  (θα αισθανόταν πως ήταν το χρέος του) να μου κάνει μια δικιά του παρατήρηση.