ζεν

που λέτε και στην ρωσία ή και πρώιν ΕΣΣΔ δεν ήταν πρωτοτυπία να κυκλοφορούν ανέκδοτα για διάφορες μειωνότητες που υπήρχαν και υπάρχουν... εκεί κάπου. ενα απο αυτά τα πραγματάκια που ειναι βαθιά ριζωμένα στο συλλογικό υποσυνείδητο όσων προέρχονται απο εκεί είναι τα ανέκδοτα για τους Τσούκτσια, λαό που μένει βόρεια πολύ και αναγκαστικά λόγω συνθηκών άργησε να προσαρμωστεί στην νέα τάξη των πραγμάτων, και δυσκολεύεται ακόμα, και ίσως ξέρει κάτι παραπάνω για να το κάνει κιόλας, εδώ που τα λέμε.

μου την είχε σπάσει πριν απο μερικές εβδομάδες ενας γείτονας γιατί μας είδε να μπαίνουμε στην πολυκατοικία (εγώ και η μάνα μου) ενώ ήταν ήδη αρκετά σκοτεινά έξω, και δεν ανάψαμε το φως της εισόδου. μας ρώτησε διακριτικά αν μένουμε εδώ (αχ πόσο με αναστατώνει αυτή η διακριτική ευγένεια) - και αφού του είπαμε ναι - μας είπε πολύ ευγενικά - μα το φως δεν το βλέπετε, γιατί δεν το ανάβετε; - δεν θυμάμαι τι του απάντησα - τέλος πάντων δεν βρήκα τον λόγο να το ανάψω. εδώ το είχα όμως να του πω πως...

αλλά προτρέχω στα γεγονότα. να σας εξηγήσω λοιπόν κάτι. εγώ το φως δεν ανάβω. αλλά όταν μπαίνω το βράδυ και είναι όλα τα φώτα στο διάδρομο ανοιχτά λες και είναι μέρα, πάντα κλείνω τα μισά. για λόγους οικονομίας και εργονομικότητας. γι' αυτό εδώ είχα να του πω οτι εγώ δεν ανάβω τα φώτα, εγώ ξέρω μόνο να τα σβήνω.

και εδώ κολλάει το σοβιετικό ανέκδοτο - πείτε το και ρατσιστικό - αλλά έχω την... μια μικρή πρόθεση να το υπερασπιστώ και ως λίγο αγαπησιάρικο - με μια σχέση και με την εδώ παράδοση του Καραγκιώζη - ξέρω ότι αντικειμενικά μπορεί να ισχύουν άλλα πράγματα όμως. και το πράγμα πάει περίπου ως εξής - όταν κάποιος ζήτησε έναν εκ των Τσιούκτσια να διαβάσει ένα γράμμα που ήρθε προς αυτόν - σε κάποια χιονισμένη περιφέρεια - και εκείνος δεν ήξερε να το διαβάσει - απάντησε πολύ λακωνικά και έξυπνα - και με μια ζεν ηρεμία και σοφία που κάπως είναι ταιριαστή σε εκείνους τους λαούς - πως ο Τσιούκτσια δεν είναι διαβαστής. - ο Τσιούκτσια είναι συγγραφέας.

έτσι και εγώ είμαι σβηστής των φώτων. θα ήθελα, για την ακρίβεια, ίσως, να κατείχα μια ανάλογη σοφία. ή να ήμουν το ίδιο zen και να έβρισκα την υπομονή να αντιμετωπίζω ήρεμα και στοϊκά κάθε ενδεχόμενο άνθρωπο (ή έθνος) που αισθανόταν (ενα συχνό φαινόμενο) πως είναι αρκετά ικανός και ανώτερος  (θα αισθανόταν πως ήταν το χρέος του) να μου κάνει μια δικιά του παρατήρηση.

μουυυ

ήταν μια συνηθισμένη μέρα στην δουλειά. λίγο λιγότερο ταραγμένη απ' ότι συνήθως, ωφείλω να παραδεχτώ. κάποια στιγμή το μεσημέρι άρχισα να σιγοτραγουδάω χαζά, όπως αυτό που κάνουν κάποιοι όταν κάνουν μπάνιο και έχουν καλή διάθεση, και ίσως, ωφείλω να παραδεχτώ και πάλι, είχα λίγο καλύτερη διάθεση απο ότι συνήθως. ξαφνικά τα πράγματα άλλαξαν. άλλαξε και ο αντρέας που ξέρετε. ξεστώμησε ενα πρώτο εντελώς ξαφνικό, βαθύ και ξεκάθαρο "μουυυυ" σαν αυτό που κάνουν οι ταύροι και οι αγγελάδες (δεν ξέρω αν το κάνουν και τα δύο αυτά είδη και αν τα "μουυυ" τους διαφέρουν).

οι συνάδελφοί του έντρωμοι, σε πλήρη σύγχυση τον παρατηρούσαν άφωνοι, καθώς εκείνος ξεστώμιζε το δεύτερο "μουυυυυ" που πλέον δεν άφηνε περιθόρια αμφιβολίας για την κατάστασή του. χωρίς να μπορεί να το αντέξει άλλο ο αντρέας με γοργό βηματισμό έφυγε έξω απο την αίθουσα - για να αναζητήσει, φαίνεται, άλλα πρόσφορα λειβάδια, και οι συνάδελφοί του συνέχιζαν να ακούνε διάφορα μουγκριτά που απομακρύνονταν, ευτυχώς, μέχρι να εξαφανιστούν τελείως.

σιγά σιγά όλοι ξαναγύρισαν στις δουλειές τους. επέλεξαν να μην σχολιάσουν το περιστατικό, προς το παρόν τουλάχιστον, είτε γιατί έμειναν άφωνοι, ή επειδή ο καθένας στην δικιά του ζωή τέτοια φαινόμενα πια τα έχει συνηθίσει.