κατήργησα το facebook, με όποιο προσωρινό τρόπο σου προσφέρει, τέλος πάντων, να το "καταργήσεις".. πέρασαν κάποιοι μήνες, και αρχίζει να μου λείπει, με την έννοια ότι νιώθω μοναξιά που δεν μπορώ να την συμπληρώσω λίγο από εκεί, με εκείνη την ψευδαίσθηση μιας κατά κάποιο τρόπο επικοινωνίας / διαδρασης με το κοινωνικό υπερπέραν (αρκετά πρόσφατα το περιορίζαμε σε/ορίζαμε ως "κοινωνική φούσκα" - πάντα με μπέρδευε όμως αυτός ο όρος καθώς σαν έννοια δεν περιέχει το "σκάσιμο" της φούσκας, αλλά τον περιορισμό του εαυτού σου μέσα της)
έχω καιρό να αμπελοφιλοσοφήσω. και θυμήθηκα το μπλογκ μου αυτό, το ασφαλές μέρος όπου δεν θα μου πει κανείς "γιατί είσαι εδώ", ούτε "γιατί μου γράφεις αυτές τις αράδες, που στο κάτω κάτω δεν έχουν και πολύ νόημα". οπότε είμαι εδώ και γράφω αυτές τις αράδες που δεν έχουν και πολύ νόημα, πέρα από το να με φέρνουν σαν ένα σωσίβιο στην επιφάνεια της θάλασσας (αυτή που χάλασα για να σε βρω) (χάλασα άραγε καμια θάλασσα ή έστω ένα ποτάμι για να σε βρω; μάλλον οχι/ναι/δεν γνωρίζω/δεν απαντώ/μήπως άρχισα να κουράζομαι/όπως είναι σύνηθες στο φύλο μου; (το αντρικό ή το άλιεν, δεν είμαι σίγουρος ούτε γι' αυτό )
άντε πάλι και κάθομαι και κλαίγομαι. πολύ συνήθειο το έχω. μερικές φορές το έχω ανάγκη, και είναι κάπως λυτρωτικό να μπορείς να το κάνεις όταν κανείς δεν κοιτάζει, έχοντας όμως την αίσθηση ότι υπάρχει κάποιος αποδέκτης, ο μυθικός μελλοντικός αναγνώστης. δηλαδή η ομιλία δεν είναι εντελώς εσωτερική (εγώ με τον εαυτό μου) περνώντας από ένα minimal φίλτρο και δημιουργόντας μια αίσθηση επικοινωνίας / απομάκρυνσης του αδειάσματος της μοναξιάς (και ας ο αναγνώστης δεν υπάρξει, νιώθω ότι μιλάω σε κάποιον, και άρα υπάρχει στο φαντασιακό μου σύμπαν - και τουλάχιστον, ως προς τις θεραπευτικές του ιδιώτητες, κρατάει μια υπόσταση πιο στέρεα από μια καταφανής φαντασίωση / ανθυποβολή) (ήσουν ένα ψέμα και μισό, θα ξεπρόβαλλε μια πονεμένη φωνή από κάποιο λαϊκό νταλκάδικο τραγούδι)
αυτό το καλοκαίρι έμαθα πολλές καινούργιες λέξεις όπως ο νταλκάς, και γενικά αρκετά τραγούδια που συνδέονται με την καψούρα. παλιότερα δεν τα είχα σε πολλή εκτίμηση. τώρα ναι, τα εκτιμώ, αν και μερικές φορές συνεχίζω να νιώθω ότι εκείνα τα τραγούδια και τα συναισθήματα που περιγράφονται σε αυτά είναι υπεράνω μου (ξέρω ή δεν ξέρω να αγαπώ; και αν αγαπώ με τον τρόπο μου, λογικό να με συνθλήβει το ότι ο τρόπος αυτός δεν είναι και δικός σου.. έχω κάνει πολλές μαλακίες, είπαμε, και δεν ξέρω πως να τες αποπληρώσω, μάλλον δεν αποπληρώνονται καν, ισόβια καθειρξη στην φυλακή της συνείδησης.
[2 εβδομάδες πιο μετά]
είχα κρατήσει το παραπάνω κείμενο ως draft. πολλά drafts στην ζωή μου γενικά, προσωρινά κείμενα ως ιδέες προς ανάπτυξη ή προσωρινές ιδέες που δεν ευδοκιμούν, ή μόνιμες ιδέες ως εμμονές; δεν ξέρω. ο ήχος των πλήκτρων, το πως χτυπάνε τα δάχτυλα τα κουμπιά του πληκτρολογίου, φανερώνουν μια ένταση κρυμμένη βαθιά, έναν φόβο που δεν θέλει να βγει και μια αβεβαιότητα που δεν θέλω (φοβάμαι) να την αποδεχτώ. γιατί μιλάω τόσο μη ξεκάθαρα, ομιχλοδώς γραμμένα (μιλάω γράφοντας, γράφω ομιλώντας) (στα παλιά των υποδημάτων μου; νοτ)
ποιό είναι το πρόβλημα, δεν κατάλαβα.
δεν υπάρχει πρόβλημα. μόνο ένας προβληματισμός.
δεν πειράζει, καλό είναι να προβληματιζόμαστε που και που.
πόκο α πόκο.
διάβαζα το αρχικό κείμενο και σκιάχτηκα για το πόσο δυσνόητο είναι. όσο δυσνόητος και ο εσωτερικός μου κόσμος, ή ίσως κατανοητός αλλά εσκεμμένα δυσνόητος γιατί φοβάμαι την αλήθεια (την ποιά; ) έχω απογοητευτεί και από αυτό που λέμε "αλήθεια", καθώς δεν είμαι σίγουρος πιά για το ποιά είναι αυτή η περιβόητη αλήθεια. προς τι ο προβληματισμός; ε, τα γνωστά, μόνο εγώ ξέρω. και δεν θα το πω. (κάθε βράδυ στα μπαράκια ω-ω έτσι είμαι και γω..)
η κιθαριστική πένα είναι πολύτιμη για την κίνηση της προς τα πάνω, όχι την προς τα κάτω.
μας ήρθε απότομα το κρύο, όχι τίποτε το φοβερό (το πρόλαβα το κρύο στην ρωσία) - και νομίζω ότι κρύωσα. ένας πονοκέφαλος που νομίζεις ότι το κεφάλι είναι κάπως μπουκωμένο. και δεν βγήκα έξω και γι' αυτό γράφω εδώ στο κρυφό μου παγκόσμια ορατό ιστό για να πιάνονται τα ανυποψίαστα θηράματα (ψέματα λέω, έτσι για να ζωντανέψω την κουβέντα, σιγά μην ήμουν και κανένας κυνηγός - αντικείμενο αγαπημένων δασοφυλάκων)
πέθανε ο πατέρας μου (29-30/09/2024, 65 έφτασε). δεν λέω ότι τον "έχασα" ή τον "χάσαμε" καθώς τον είχα κάπως "χαμένο" από καιρό, και ούτε είμασταν πολλοί για να έχω την συνείδηση του πλήθους και να μιλάω στον πλυθιντικό. τον αγαπούσα ωστόσο τόσο ώστε να είμαι η σκιά του όταν τον έβλεπα. συγκράτησα από πριν από χρόνια φράση του, ως απάντηση στο ευχαριστώ μου όταν με πήγαινε βόλτα στην γειτονιά του - ότι όταν γίνει εκείνος γέρος, θα τον πηγαίνω εγώ βόλτα. δεν κατάφερε να με προσελκύσει να γυρίσω ρωσία και να μείνω κοντά του, δεν καταφέραμε να τον γυροκομήσω. η ροή της ιστορίας είναι κάπως μονόπλευρη, και πράγματα που έγιναν δεν ξαναγίνονται / δεν ξαναέρχονται / δεν αλλάζουν - και αφού δεν τα προλάβαμε, δεν τα προλάβαμε. πήγα και τον είδα επειδή είχε την διαύγεια και καλοσύνη η ξαδέρφη του να με φωνάξει να έρθω. τον πρόλαβα. μετά από κάποιες μέρες πέθανε. σήμερα πέρασα έξω από μια εκκλησία, σκέφθηκα να μπω λίγο μέσα να ανάψω κερί, αλλά μετά σκέφθηκα, γιατί να το κάνω, λες και πιστεύω εγώ ή πίστευε αυτός. συμβολική σημασία έχουν αυτές οι κινήσεις, για να εξηλεώνουν την δική μας συνείδηση. αφού καταλαβαίνουμε πως λειτουργούν αυτά τα πράγματα, γιατί να το κάνουμε; (έχουμε εναλλακτική; δεν νομίζω...)
στην παρακάτω φωτογραφία (δεν ξέρω ποιός την τράβηξε - καθώς τις πιο πολλές συνήθως τις τραβούσε ο ίδιος) είναι νιόπαντρος με την μητέρα μου, φαίνεται και η βέρα (και το βλέμμα), και είναι στο καινούργιο σπιτικό τους που βρισκόταν στο κέντρο κέντρο της πόλης, στην περιβόητη οδό που φέρνει το όνομα της "Παρόδου 1905 Έτους" (σε μια άλλη Άλφαβιλ) - δεν έζησαν πολύ εκεί, κανένα χρόνο ίσως δύο - όταν γεννήθηκα εγώ είμασταν ανάμεσα σε σπίτια δικών μου παππούδων, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαθέτω, εκτός και τα έχω μπερδέψει ήδη.
No comments:
Post a Comment