έριξα έναν ύπνο του μεσιμεριού.
είναι και αυτός πλέον μια πολυτέλεια.
για τους άλλους, όχι για μένα.
εκτός των άλλων πολυτελών πραγμάτων,
απολαμβάνω και αυτήν,
την απόλαυση των ύπνων του μεσημεριού.
(* κατά το "φόβοι του μεσημεριού" του γιώργου σταυριανού)
οι ύπνοι του μεσημεριού είναι γεμάτοι
καλοκαιρινή ραστόνι και βραδύτητα
ήχους από έντομα και ambient ήχους
της πόλης,
αλλά εκτός από αυτό, είναι γεμάτοι
πλαστές αναμνήσεις από δεκάδες
παράλληλα σύμπαντα. να τις βλέπεις είναι
ίσως μια φθηνή απόλαυση, σαν να βλέπεις
πορνογραφία, και πλάθεις την ζωή σου
και αυτά που έχεις ζήσει,
με αυτά τα μη απτά κόλπα του μυαλού
ή της ψυχής, ποιός ξέρει;
ποιός ξέρει;
η τελευταία ανάμνηση είχε να κάνει με μια σαν κατασκήνωση όπου πήγαμε μεγάλοι. ο γ. αργούσε, αρχικά είμασταν μόνοι. θυμάμαι δυόρωφο κτήριο, όπου υπήρχαν και κανονικές σκάλες, αλλά και κάποιες σκάλες όπου κατέβαινες γλυστρώντας, όπως σε παιδική χαρά - μόνο που εκεί δεν χαιρόσουν που γλυστρούσες γιατί εξυπηρετούσε καθαρά πρακτική ανάγκη να κατέβεις, και την εξυπηρετούσες άβολα.
θυμάμαι τις πολλαπλές τουαλέτες - ίσως να είναι εκείνος ο χώρος σαν σχολείο που επαναλαμβάνεται αρκετά στον ύπνο μου. εκεί οι τουαλέτες σήμερα ήταν unisex, αφού σήμερα μπήκα σε μια και ήταν μια κοπέλα, και την πρόσεξα την ώρα που πήγαινα να ξεκουμποθώ για να κατουρίσω, - εκείνη καθόταν παγωμένα και έκανε την ανάγκη της, ή απλώς σκεφτόταν μετά την ανάγκη της. είπα συγγνώμη και έφυγα, λέγοντας ότι τώρα την πρόσεξα - μα ήμουν αληθινός.
οι άντρες κατουρούσαν σε αυτές τις τουαλέτες σε ουρητήρια. γενικώς και τα ουρητήρια και οι τουαλέτες ήταν παμβρόμικες, μερικές φορές λερωμένες μέχρι πάνω, άλλες φορές απλά τρύπες στο διάστημα. ήταν πάντα ζήτημα αν πρέπει να πας όντως σε μια τέτοια τουαλέτα, ή μπορείς να περιμένεις και να το καθυστερήσεις όσο μπορείς.
σε μια τέτοια φάση καθυστέρησης, έρθε ο μπουκαλάς - ένας τύπος εργατικός, απ' αυτούς που σκάνε με ένα αμάξι που φέρνει μεγάλες πλαστικές μπουκάλες με νερό - μόνο που οι δικές του μπουκάλες ήταν για τις τουαλέτες, για να ρίχνουμε για ξέπλημα. και κάποια στιγμή που καθόμουν, άρχισε να τις πετάει τις μπουκάλες προς το μέρος μου - επειδή ήταν δίπλα, αναγκαστικά τις μάζευα και τις έβαλα να στέκονται όρθια, και κάπως έτσι ανέλαβα να βοηθήσω τον μπουκαλά. μετά χρειάστηκε να κατέβω και την γλυστρούμενη σκάλα, και μου έριχνε τα μπουκάλια έτσι από πάνω να γλυστρούν και αυτά. αυτό βέβαια δεν κράτησε για πολύ - ίσως να την κοπάνησα, καθώς η δουλειά ήταν δύσκολη. δεν θυμάμαι τι έφυγα για να ξεφύγω - ίσως απλώς να τον έχασα τον μπουκαλά και να συνέχισα την περιπέτειά μου.
στην συνέχεια επίσης πηγαμε κάπου με λεωφορείο. οπτικά το τοπίο ήταν λίγο σαν την λεωφόρο του Ιρκούτσκ στην πόλη μου. το λεωφορείο ήταν παλαιομοδήτικο, καποια καθίσματά του ήταν υπερυψωμένα και παράλληλα στην κίνηση, εκατέρωθεν της διαδρόμου. κάποια στιγμή έχασα την στάση μου και για να την προλάβω, έτρεξα σχεδόν προς την πόρτα, ακουμπώντας στην πορεία δύο γυναίκες που καθόντουσαν ή τα πόδια τους - ζήτησα συγγνώμη - αλλά η μία έκανε τσκ-τσκ με το στώμα της και μου είπε ότι είμαι αγενής και απαράδεκτος. ήδη από τον δρόμο άρχισα να απολογούμαι, του στυλ, συμβαίνει να χάνει κανείς την στάση και να πρέπει να τρέξει, και ότι ζήτησα συγγνώμη - εκείνη δεν το δεχόταν.
στην συνέχεια είμασταν ξαπλωμένοι όλοι σε πράγματα που ήταν σαν πάγκοι - αλλά είμασταν πολύ κοντά ο ένας στον άλλον, σαν να μην έφτανε ο χώρος, αλλά δεν παραπονιόμασταν - επίσης δεν πολυγνωριζόμασταν μεταξύ μας, αλλά εγώ ήθελα να είμαι συμπαθής. δίπλα μου ήταν ο γ. ή ο ν., δεν ξέρω ποιός - ή αυτοί οι δύο μπερδευόντουσαν μέσα στην οθόνη της μνήμης μου - και ήθελα να του πω ότι δεν αντέχω και πάρα πολύ, και ότι με παρεξηγούν, όπως αυτή η γυναίκα στο λεωφορείο, - και συγκινήθηκα, και άρχισαν να με πιάνουν δάκρια, και κρατήθηκα, για να μην μιλήσω με ληγμούς, αλλά στην συνέχεια αισθάνθηκα ότι δεν τον ενδιαφέρει αυτή η κουβέντα.
μετά κάποιοι άρχισαν να φεύγουν, άλλοι χαρούμενοι, άλλοι όχι. άρχισε να ετοιμάζεται και ο γ., με ένα ελαφρύ γκρίζο παλτό με τετραγωνάκια, σαν ένας άλλος Σέρλοκ Χόλμς. και τον ρώτησα αν ετοιμάζεται να φύγει και να μην φύγει, τον παρακαλώ, χωρίς εμένα - και μου είπε ότι είναι η ώρα να φεύγουν όλοι σιγά σιγά, και εγώ ήμουν ανήσυχος για το αν θα τον προλάβω. σίγουρα θα τα κατάφερνα και μόνος μου, αλλά μάλλον δεν ήθελα να μείνω μόνος.
προχθές έφαγα για το μεσημέρι δύο κινέζικες σούπες. μια σε μορφή σούπας, και την άλλη ξερή, με σάλτσα τεριγιάκι. πραγματικά ήταν πιο πολύ απ' ότι άντεχα - όχι σαν ποσότητα, αλλά σαν όγκος μπαχαριού - αυτού του σαγινευτικού μπαχαριού γεμάτου αναμνήσεις (και αυτές πλασμένες από τους ύπνους του παρελθόντος, ίσως) - πάντως ακόμα και τώρα, μετά από δύο μέρες, νομίζω πως ο ιδρώτας μου μυρίζει αυτές τις σούπες. έχει καταντήσει αηδιαστικός. ανδρέα, γιατί τρως αυτά τα πράγματα;
προσοχή όλα τα κείμενα αυτού του μπλογκ, ειδικά όσα είναι γραμμένα στην γλώσσα Ελληνική, είναι ακραία ανορθόγραφα, οπότε προχωράτε προσεκτικά ή προσπεράστε ελεύθερα.
οι ύπνοι του μεσημεριού
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου