όταν πήγα στην ρωσία τελευταία φορά, στο νεκροταφείο κάθισα και άφησα μεσα στο χώμα πάνω απο τους τάφους του παππού μου και της προγιαγιάς μου απο μια βίδα. βασικά σε όλους θα φάνηκε αψυχολόγητο και παράξενο - και δεν ήμουν μόνος εκεί. με ρώτησε η γυναίκα του πατέρα μου γιατί το έκανα, απο περιέργεια, και δεν θυμάμαι, μάλλον δεν έδωσα και πολύ πειστική απάντηση. βασικά ήθελα να φέρω και να αφήσω εκεί κάτι απο την γιαγιά μου, την γυναίκα εκείνου του παππού, που εκείνη την εποχή ήταν στην ελλάδα, κατάκοιτη και ταλαιπωρημένη, στις τελευταίες της.
αν είχε τα λογικά της εντάξει, σίγουρα θα ήθελε να έβλεπε τους τάφους των δικών της ανθρώπων. ευτυχώς που τα έχασε μάλλον, και δεν μπορούσε να καταλάβει με σαφήνεια το που βρίσκεται, και που είναι ο άντρας της και η μαμά της. μιλούσε συχνά με αυτούς, και με άλλους ανθρώπους - ή μιλούσε γενικώς, και μπορεί όπως την ρωτάγαμε - μιλάς με τον τάδε, με την τάδε, να έγνευε συγκαταβατικά, χωρίς να καταλαβαίνει όμως τι ρωτάμε - υπάρχει περίπτωση όμως σε όποιον και να μιλούσε εκείνη την στιγμή να είναι οποιοσδήποτε σέρναμε εμείς απο την δική μας μνήμη, απο την προβολή που κάναμε στην γιαγιά, κάποιος που σκεφτόμασταν πως εκείνη θα θυμόταν.
μια απο τις τελευταίες κουβέντες που κάναμε με την γιαγιά ήταν, καμια εβδομάδα ή λίγο παραπάνω πριν πεθάνε, να με ρωτάει για να επιβεβαιώσω - είναι μάλλον η ώρα να φύγω; και την ρώτησα που να πας; και μου λέει με τα μάτια - εκεί πάνω. κάποια χαζομάρα πρέπει να της απάντησα, ότι όλα θα πάνε καλά. είχα τύψεις απο παλιά πως δεν άφησα την γιαγιά μου να πεθάνει όταν ετοιμάστηκε να το κάνει μόνη της, την πρώτη φορά που την πήγαμε με ασθενοφόρο σε νοσοκομείο, με αφυδάτωση, αφού είχε αρνηθεί να τρώει και να πίνει. εκείνη την νύχτα είχα επιμείνει να κάτσω νοσοκομείο μαζί της και της κρατούσα το χέρι και της εξέπεμπα αγάπη ας πούμε γιατί δεν ήθελα να πεθάνει μόνη της. μετά όταν συνήλθε και ήταν σπίτι πια, κάποια στιγμή με είχε ρωτήσει αν ήμουν εγώ αυτός που δεν την άφησα να φύγει. δεν θα έλεγα πως ήταν και πολύ ευχαριστημένη. ούτε εγώ μπορώ να πω ότι ήταν ας πούμε επιλογή μου να κάτσω εκείνη την μέρα δίπλα της - βασικά διαφορετικά να κάνω δεν μπορούσα. και εντάξει, να λέμε την αλήθεια, συνήλθε επειδή της βάλανε ενδοφλέβια και την συνεφέρανε στο νοσοκομείο, όχι οτι ας πούμε την κράτησε στην ζωή η αγάπη μου. απλά για κάποιο λόγο σκεφτόμουν μέσα ότι προσκολλημένος αρκετά στην γιαγιά δεν την άφηνα να φύγει μόνη της.
το ίδιο έκανα και την δεύτερη φορά που πήγε νοσοκομείο - δεν της κρατούσα το χέρι όμως, απλώς ήμουν δίπλα, την πρώτη νύχτα. η γιαγιά ταλαιπωριόταν πολύ γιατί είχε και κατακλήσεις στο σώμα επειδή όταν ξεκίνησε να μην σηκώνεται απο το κρεββάτι, δεν ξέραμε γκρι για το ότι πρέπει να την γυρνάμε κάθε τόσο, ούτε οι γυναίκες που είχαμε τότε, ούτε αερόστρωμα σκεφθήκαμε, στην αρχή αρχή. την τελευταία εβδομάδα και λίγο παραπάνω πριν πεθάνει σταμάτησε περίπου να μας μιλάει, και έδειχνε να μην μας αναγνωρίζει. έδειχνε αλλού, αλλά έδειχνε και κάπως θυμωμένη όταν μας βλέπει - σαν να μην της αρέσει να μας βλέπει - και σκεφτόμουν - ίσως μετά το σκέφθηκα - ότι ετοιμαζόταν να πεθάνει, προσπαθώντας να αποκολλήσει απο εμάς, τα σπλάχνα της, παύοντας να μας σκέφτεται, να μας αναγνωρίζει, να θέλει να μας βλέπει.
πέθανε το πρωϊ του σαββάτου, την 14/05/2016, μόλις είχε φάει, της άρεσε το φαγητό, δεν φάνηκε να ήταν απο πνυγμό, μάλλον σταμάτησε η καρδιά της. ήταν 79 χρονών συν κάποιους μήνες. παλιότερα, όταν περπατούσε ακόμα, στις βόλτες που κάναμε στην γειτονιά - το κάναμε συχνά αυτό - μου έλεγε γελώντας, πως της είχε πει στα νιάτα της μια τσιγγάνα ότι θα ζούσε 80 χρόνια, οπότε ξερωγώ στα 70 της δεν φοβόταν τον θάνατο. μπορεί να της είπε και κάποια άλλη ηλικία και να το θυμόμαστε τόσο σαν νούμερο τώρα - αλλά νομίζω ότι αυτό της είχε πει η τσιγγάνα. (λες να την έβγαλα απο το μυαλό μου και αυτήν;)
σε διάφορες ιστορίες που μου έλεγε η γιαγιά μου που της έχω κρατήσει στην καρδιά μου, το σχόλιο της μητέρας μου ήταν ότι κάποια απο αυτά που λέει μπορεί να τα έβγαλε απο το μυαλό της. ιδίως κάποια πράγματα για την σχέση της γιαγιάς με τον παππού - το γεγονός ότι τον παντρεύτηκε, γιατί ο άλλος της καβαλιέρος (την διεκδικούσαν δύο αγόρια στο σχολείο) μια φορά την αποκάλεσε χαζή και ότι στα αγόρια άρεσε μόνο λόγω των μεγάλων της κοτσίδων. δεν νομίζω να συγχόρεσε ποτέ τον εαυτό της για την απόφαση αυτή να διαλέξει τον έναν και όχι τον άλλον. μου έλεγε ότι τον παππού μου δεν τον αγάπησε πραγματικά, δεν τον είχε ερωτευτεί και ότι αισθάνεται ενοχή γι'αυτό (το προσθέτω εγώ τώρα ίσως δεν θυμάμαι να μου το είπε). ήταν όμως φυσικά πάντα πιστή σε αυτόν. μέχρι και όταν ο παππούς πέθανε (ο μακαρίτης στον τάφο του οποίου έβαλα την βίδα στο χώμα) δεν δεχόταν να γνωρίσει άλλον άντρα - η γιαγιά μου τότε ήταν 53ων - θα μπορούσε. μέχρι και ο άλλος της καβαλιέρος απο το σχολείο - ο άνθρωπος που υπήρξε καθ'όλη την ζωή τους φίλος της οικογένειας - φίλος φίλος, όχι μαλακίες, της έκανε πρόταση - μετά απο κάποια χρόνια αφου πέθανε ο παππούς - τον έδιωξε η γιαγιά. ο παππούς μου δεν ήταν ευτυχισμένος. άρχισε να πίνει απο νωρίς. άρχισε να πίνει και ο άλλος. και για άλλους λόγους ο καθένας τους. γενικώς η γιαγιά μου ισως να τα έκανε μαντάρα, και το σκεφτόταν στα τελευταία χρόνια.. ίσως να το σκεφτόταν όλη της την ζωή αλλά τι να έκανε.
η γιαγιά αυτή με έχει μεγαλώσει σχεδόν εξίσου με την μητέρα μου - όπως συμβαίνει συνήθως - η μητέρα μου ήταν αρκετά πιο απασχολημένη με διάφορα, και η γιαγιά μου με περιέλουζε με αγάπη - έμενα συχνά στο σπίτι της. και θα την αγαπάω πάντα και θα την θυμάμαι με δύναμη.
ήθελα να αφήσω λοιπόν κάτι απο την γιαγιά, στον παππού και την μαμά της, για να ενωθεί κάπως ο κύκλος τους - η γιαγιά χωρίς ακριβώς την θέλησή της βρέθηκε σε άλλη πόλη, αποκομμένη απο τους φίλους της και τους τάφους αυτούς των συγγενών της, σε ξένη γη σχεδόν - όταν έφυγε η μητέρα μου και πήρε εμένα μαζί της, αποφάσισαν να μετακομίσει η γιαγιά σε μια πόλη κοντά στην μόσχα, όπου θα ήταν σχετικά κοντά στον θείο μου, δηλαδή γιο της. δεν νομίζω να αισθανόταν και πολύ ωραία εκεί η γιαγιά - αλλά όπως κάθε πίκρα και συμφωρά, η γιαγιά τα αντιμετώπιζε και τα κουβαλούσε. όπως όλοι μας ίσως. σε μια Α ηλικία δεν θα ευχόμουν σε κανέναν να πρέπει να μετακομίσει σε άλλη εντελώς πόλη, χιλιάδες χιλόμετρα μακριά από την γενέτειρά του.
δεν κατάφερα να φέρω κάτι της γιαγιάς να το αφήσω στους τάφους - ούτε αυτός ήταν ο σκοπός μου - οι βίδες είναι άλλο πράγμα, άλλη κουβέντα και αυτές. για κάποιο λόγο έχουν συναισθηματική αξία για μένα - γιατί είναι κάτι που είχε κάποτε μια λειτουργία - και βρίσκονται πολλές φορές στο δρόμο πεταμένες - και απλώς το μάτι μου πέφτει συνέχεια σε αυτές, και μου άρεσε κάποτε να τις μαζεύω. σαν αδέσποτα παιδιά ας πούμε. και έθαψα απο μια βίδα [μάλλον θα φάνηκε σαν πολύ βλακεία, μπορεί να φάνηκε ότι πάει τρελάθηκα] γιατί είναι κομμάτι συναίσθημα απο μένα σε αυτούς που είναι δικοί μου άνθρωποι που δεν είναι πια ανάμεσά μας - είναι μαζί τους και η γιαγιά πια. ας είναι εντάξει εκεί που είναι..
έχω δικά μου θέματα πιά - χώρια τα ψυχολογικά, και το αλκοόλ, μέσα στο οποίο έχω συνηθίσει να χαλαρώνω και να ξεχνάω τα πρώτα, (δεν δουλεύει πιά ούτε αυτό - ελπίζω έτσι να είναι πιο εύκολο να το περιορίσω τουλάχιστον) - φοβάμαι πως αρχίζω να συνειδητοποιώ πως δεν μου αρέσει πια η δουλειά μου. (welcome to the club, είμαι σίγουρος πως θα πουν κάποιοι) - αλλά είναι λίγο τρομακτικό να το συνειδητοποιείς αυτό στο άνθος της ηλικίας σου (και λίγο παρακάτω, όταν, ελλείψει μιας ισορροπιμένης κατάστασης, αρχίζει η ροπή να σε παίρνει προς τα κάτω), εκεί που υποτίθεται πως μπορείς να δουλεύεις και να αποδίδεις πλήρως, ενώ δεν ξέρεις να κάνεις και τίποτε άλλο. ή θα περνάω μια περίοδο κατάθληψης ή θα πρέπει να... αλλά όλη την ζωή μου λέω τα "θα πρέπει να" και, συγγνώμη για την έκφραση, τα έχω γράψει όλα "να" και να συμμορφώνομαι ή να προχωρώ δεν βλέπω. εχ θα δείξει. δεν συμβαίνει πρώτη φορά και όλοι οι άνθρωποι γύρω τα έχουν αντιμετωπίσει αυτά πολλάκις. είναι το πως θα τα αντιμετωπίσει ο καθένας μέσα του, με τον ιδιαίτερό του τρόπο. ή δεν θα αντιμετωπίσει.
No comments:
Post a Comment